• Tidak ada hasil yang ditemukan

Οδυσσέας Γκιλής. Αγιογραφίες, εικόνες, κείμενα του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Membagikan "Οδυσσέας Γκιλής. Αγιογραφίες, εικόνες, κείμενα του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ"

Copied!
147
0
0

Teks penuh

(1)

Οδυσσέας Γκιλής Επιμέλεια συγκέντρωσης υλικού Αγιογραφίες, εικόνες, κείμενα του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Θεσσαλονίκη 2013

(2)
(3)

Περιεχόμενα Περιεχόμενα... 3 Φώτης Κόντογλου (1895-1965) - Ἁγιογράφος & Λογοτέχνης, Ὀρθόδοξος & Ἕλληνας...5 -Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!...6 Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!...7 Ο Φώτης Κόντογλου και η Νεοελληνική Ζωγραφική. 12 Οκτωβρίου 2011 ... 10 Φώτης Κόντογλου Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Νικόλαος Ζίας...10 Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2010. ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ . της κ. Έφης Μαυρομιχάλη, Λέκτορος τής Ιστορίας τής Τέχνης...21 Φώτης Κόντογλου. Καρδία συντετριμμένη Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950. Ἀναδημοσίευση ἀπό nektarios.gr...44 Καρδία συντετριμμένη. (Εὐλογημένο Καταφύγιο) .Φώτης Κόντογλου. .44 Φώτης Κόντογλου - Ὁ τελευταῖος Βυζαντινός, ἕνας οἰκουμενικὸς ἑλληνιστής. Εὐγένιος Ματθιόπουλος - Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 19-11-1999, σελ.: N18. Ὁ Εὐγένιος Δ. Ματθιόπουλος εἶναι λέκτορας Ἱστορίας τῆς Τέχνης στὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης...50 Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία. Η ΑΘΗΝΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, ΚΙ ΑΣ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. (Φώτης Κόντογλου 1964!!!). 5 Ἰουλίου 2012...142 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΟΙ ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ . τοῦ (†) Φώτη Κόντογλου ... 142

(4)

Συγκέντρωσα αποσπάσματα άρθρων και από βιβλία του Φώτη Κόντογλου και άλλων για αυτόν. Επίσης εικόνες φτιαγμένες από τον Φώτη Κόντογλου. Μορφή της ορθόδοξης πίστης ο Κόντογλου. Υπάρχει πολύ υλικό, εδώ ενδεικτικά παραθέτω ένα μέρος αυτού του υλικού.

(5)

Φώτης Κόντογλου (1895-1965) - γιογράφος & Λογοτέχνης, ρθόδοξος Ἁ & λληναςἝ -Τ βυζαντινοπρεπ ς κα λαϊκότροπο φος το Κόντογλου ξένισε τ ν ὸ ὲ ὶ ὕ ῦ ὴ θισμένη στ ς τεχνοτροπίες το ε ρωπαϊκο συρμο κοινωνία, καθ ς ἐ ὶ ῦ ὐ ῦ ῦ ὼ δ ν νεωτέριζε κολουθώντας κάποια δη ναγνωρισμένη τάση στ ὲ ἀ ἤ ἀ ὸ Παρίσι, λλ ντίθετα καινοτομο σε ναπλάθοντας δημιουργικ ἀ ὰ ἀ ῦ ἀ ὰ στοιχε α παραδοσιακ ς τέχνης σ ργα κοσμικο περιεχομένου, ῖ ῆ ὲ ἔ ῦ προτείνοντας τ ν πιστροφ σ μι «ξεχασμένη» κοσμοθεωρία.ὴ ἐ ὴ ὲ ὰ Ο νθρωποι καταντήσανε σ ν δεια κανάτια, κα προσπαθο ν ν ἱ ἄ ὰ ἄ ῦ ὰ γεμίσουν τ ν αυτό τους, ρίχνοντας μέσα να σωρ σκουπίδια, κθέσεις ὸ ἑ μ τερατουργήματα, μπάλλες, μιλίες κα ερολογίες, καλλιστε α, πο ὲ ὶ ἀ μετριέται μορφι μ τ μεζούρα, λίθιους καρνάβαλους, συλλόγους ἡ ἐ ὰ ὲ ὴ λογ ς-λογ ς μ γεύματα κα μ σοβαρ ς συζητήσεις γι τ ν σκιο το ῆ ῆ ὲ ὶ ὲ ὰ ὸ ἴ γαϊδάρου, συνδέσμους φιερωμένους στο ς ποθεωμένους νδρας τ ς ἀ ὺ ἀ Ε ρώπης κι να σωρ λλ τέτοια. Α τή, μ μι ματιά, ε ναι ε κόνα ὐ ὸ ἀ ὰ ὲ ὰ ἡ ἰ τ ς νθρωπότητας σήμερα, πο ν μ ν βασκαθ ! Πο ν βρε ῆ ἀ ὺ ὰ ὴ ἀ ῦ ὰ κανένας καταφύγιο; ... -Δόξα στ ν Θεό, πο πάρχει κόμα κάποιο ὸ ὺ ὑ

(6)

καταφύγιο γι μ ς πο δ ν ε μαστε σ θέση ν νοιώσουμε «τ μεγαλε ο ὰ ᾶ ὺ ὲ ἴ τ ς ποχ ς μας». Δόξα στ ν θε πο πάρχουν κόμα κάποιοι τόποι ῆ ἐ ὺ ὑ πο δ ν το ς ξήρανε α τ φυλλοξήρα πο λέγεται σύγχρονος ὺ ὲ ὺ ἐ ὐ ὴ ἡ πολιτισμός. «Καλ ε ναι ν πάρχεις, λλ ν ζε ς ε ναι λλο πρ γμα»ὸ ἶ ὰ ὑ ἀ ὰ ὰ ῖ ἶ -Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!..

(7)

Ο Φώτης Κόντογλου και η Αληθινή Θεολογία!.. «Αφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ’ επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Νείλου, που λέγει «Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». «Αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος»!.. Φώτης Κόντογλου - Η Αληθινή Θεολογία Είπαμε πως, εδώ στην Ελλάδα, όχι μοναχά δεν διαβάζουμε, αλλά καν δεν ξέρουμε αν υπάρχουνε οι μυστικοί Πατέρες που φωτίσανε την Ορθοδοξία. Για τους θεολόγους η Ορθοδοξία κατάντησε μία κούφια λέξη, αφού η μυστική ουσία της τους είναι άγνωστη, όπως κι η παράδοσή τους. Οι δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τα φώτα από τη Δύση, γιατί εκεί η

(8)

θεολογία έχει γίνει επιστήμη, κ’ η ματαιοδοξία τους κολακεύεται απ’ αυτό το πράγμα. Η πίστη, γι’ αυτούς, δεν έχει καμμιά σημασία. Θα μου πήτε, «θεολογία χωρίς πίστη, γίνεται;» Μα κ εγώ σας ρωτώ, με την ίδια απορία, «γίνεται θεολογία χωρίς πίστη;» Ωστόσο, στις Δυτικές χώρες και στην Αμερική, πολύς κόσμος έχει στραφεί προς την Ορθοδοξία, από τη δίψα της αληθείας. Στην Ελλάδα, μοναχά λιγοστοί άνθρωποι και κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τα βιβλία των Πατέρων, εκτός του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, που τους παίρνουνε οι θεολόγοι για ρήτορας και για φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Τα βιβλία των μυστικών Πατέρων δεν ξανατυπώνουνται πια και καταντήσανε σπάνια. Η επίσημη Εκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστών θεολόγων, χωρίς καμμιά ουσία, που φανερώνουνε μοναχά την απίστευτη γύμνια εκείνων που τα γράφουνε. Μοναχά τώρα τελευταία άρχισε να τυπώνει η Αποστολική Διακονία την Πατρολογία του Μigne. Μα κι αυτή η έκδοση είναι για τους θεολόγους, κι όχι για τους πιστούς, αφού είναι τυπωμένη στην αρχαία γλώσσα. Εκτός απ’ αυτό, η έκδοση της Πατρολογίας δεν έχει καμμιά βαθύτερη δικαίωση, με το δυτικό χαρακτήρα που έχει η γενική μόρφωση των θεολόγων μας, που δεν έχουνε καμμιά βαθύτερη γνώση της ουσίας της Ορθοδοξίας, ούτε και της παράδοσής μας. Έτσι κι αυτή η έκδοση καταντά ένα γεγονός χωρίς βαθύτερη σημασία, αφού δεν υπάρχει το κατάλληλο ορθόδοξο χώμα για να ριζοβολήσει. Στο να στραφούνε οι Δυτικοί κι οι Προτεστάντες στους Πατέρες της Ορθοδοξίας, συντελέσανε πολύ οι Λευκορώσοι θεολόγοι, που σκορπίσανε στις διάφορες χώρες και φωτίσανε τις ψυχές με τα σοφά κηρύγματά τους, με την αρετή της ζωής τους, και με την τυπική ευσέβειά τους. Ενώ οι κληρικοί που στέλνουμε εμείς στις διάφορες παροικίες, είναι οι πιο ανίδεοι στο τι θα πει Ορθοδοξία, κι οι εκκλησίες μας στο εξωτερικό δεν έχουνε κανέναν θρησκευτικό προορισμό, αλλά έχουνε καταντήσει κέντρα κοινωνικής συγκεντρώσεως των ομογενών κάθε Κυριακή. Έτσι, η Ορθοδοξία, δηλαδή η πρώτη κι απαραμόρφωτη μορφή της Εκκλησίας, έγινε πάλι το στήριγμα όλων των ανθρώπων που ζητάνε λιμάνι σωτηρίας κι ο κανόνας της χριστιανικής πίστης. Στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουνε μεταφρασθεί, έως τώρα, σε διάφορες γλώσσες η Φιλοκαλία, το μέγα και θαυμαστό αυτό βιβλίο, που στην Αθήνα το βρίσκει κανένας μοναχά στις συλλογές των βιβλιοφίλων να κάθεται στο ράφι άχρηστο, σαν κανένα αρχαιολογικό αντικείμενο, ο Ευεργετινός, οι επιστολές του αγίου Βασιλείου και κάποιων άλλων Πατέρων, οι λόγοι Συμεών του Νέου Θεολόγου, μερικά από τα έργα του μαθητού του Νικήτα Στηθάτου, και κάποια άλλα. Εμείς, αλλοίμονο, τυρβάζομεν περί του πώς θα φανούμε επιστημονικοί και ευρωπαϊκότεροι από τους Ευρωπαίους. Μοναχά κανένας «θρησκόληπτος»,

(9)

καθυστερημένος κατά τους νεωτεριστάς αυτούς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία. Οι λόγοι του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου είναι μεταφρασμένοι στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Εγγλέζικα, εκτός από τα Ρωσικά, που έχουνε μεταφρασθεί από τον καιρό που πρωτοτυπωθήκανε στα Ελληνικά από τα’ αρχαία χειρόγραφα. Στην απλή ελληνική γλώσσα υπάρχει μία θαυμάσια μετάφραση καμωμένη με ευλάβεια «παρά του πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Ζαγοραίου, του ενασκήσαντος εν τη ερημονήσω τη καλουμένη Πιπέρι, απέναντι του αγίου Όρους», τυπωμένη στη Σύρα στα 1886. Πού να καταδεχτούμε, εμείς, να διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα από έναν αγράμματο καλόγερο, που καθότανε κ γραφε απάνω σε κάποιον βράχο, στο ρημονήσι Πιπέρι, μαζί ἔ με τους γλάρους; Εμείς διαβάζουμε τους σοφούς και αξιοπρεπείς καθηγητάδες που γράφουνε καθισμένοι στις πολυθρόνες, στα Παρίσια και στα Βερολίνα! Δεν ακούμε τι λέγει ο Θεός με το στόμα του Προφήτη «Επί τινα επιβλέψω, αλλ επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;» Πού να υποπτευθούμε το μυστικό πλούτο που κρύβεται μέσα σε τέτοιες αγίες ψυχές. Λοιπόν, αυτή η μετάφραση δεν ξανατυπώθηκε από τότε στην Ελλάδα, που τυπώνεται κάθε λογής ανοησία, πράγμα που φανερώνει σε τι πνευματικό σκοτάδι βρισκόμαστε, κληρικοί και λαϊκοί. Από την προκοπή που έχουμε, βάλαμε «τον λύχνον υπό τον μόδιον», κι απάνω στο λυχνοστάτη βάζουμε τις τυπωμένες βαθυστόχαστες ανοησίες που ανάφερα, και περιμένουμε να μας φωτίσουνε. Τους βαθύτερους μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Ημείς, οι έξυπνοι κι οι συγχρονισμένοι, βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι αγαπάμε τα μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Χριστό και για τη θρησκεία του, η κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε τροφή στον εγωισμό μας. Και βουλώνουμε τ’ αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που φωνάζει «Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» Αλλά, κοντά στους χαλασμένους αυτούς που λέγω, υπάρχουνε και πλήθος άνθρωποι που νοιώθουνε βαθειά την ουσία της θρησκείας μας, τη μεγάλη σημασία της λατρείας και της ιερής παράδοσής μας. Για όσους απ’ αυτούς δεν έχουνε πατερικά βιβλία, σαν αυτά που είπαμε παραπάνω, κ’ είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, γιατί η αδιαφορία εκείνων που είναι βαλμένοι γι’ αυτή τη δουλειά, στέρησε τον κόσμο από τέτοια άφθαρτη κι άγια θροφή, θα προσπαθήσω με τις μικρές δυνάμεις μου να τους μεταδώσω ό,τι μπορέσω από τους περιφρονημένους αυτούς προγονικούς μας θησαυρούς. Αφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ’ επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη

(10)

μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Νείλου, που λέγει «Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». «Αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος». * ---* Από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996. Το κείμενο σε πολυτονική μορφή είναι δημοσιευμένο στη «Μυριόβιβλο».Αναρτήθηκε: 07/03/12 19 Ο Φώτης Κόντογλου και η Νεοελληνική Ζωγραφική. 12 Οκτωβρίου 2011 Φώτης Κόντογλου Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης Νικόλαος Ζίας Η νεοελληνική τέχνη, χώρος μέχρι πριν δυο τρία χρόνια σχεδόν άγνωστος, αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται αντικείμενο μελέτης και σπουδής και ίσως δεν είναι μακρυά η ημέρα που θα έχουμε μια γενική εικόνα της και θα γνωρίζουμε το έργο και τη συμβολή του κάθε καλλιτέχνη στην πορεία της. Τότε μόνον θα δυνηθούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την προσφορά και το ρόλο του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική. Γι’ αυτό και οι παρακάτω σκέψεις, που βασίζονται σε περιορισμένη γνώση του υλικού, έχουν ίσως χαρακτήρα προσωρινό. Κι έτσι ας τις δει ο φίλος αναγνώστης. Η πολυσήμαντη προσφορά του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις εκφάνσεις. Στο

(11)

δημιουργικό ζωγραφικό του έργο, που βασιζότανε στη βυζαντινή τεχνική· στο αγιογραφικό του έργο, που ξαναέφερνε την ορθόδοξη ζωγραφική στις εκκλησίες μας· στο διδακτικό, τέλος, έργο του είτε άμεσο, είτε κυρίως έμμεσο, που υπήρξε από τους ισχυρότερους μοχλούς της στροφής της πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής στην ανακάλυψη των ζωγραφικών, αλλά και ουσιαστικότερων πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης. Όταν ο Φώτης Κόντογλου έκαμε με το συγγραφικό κυρίως και το ζωγραφικό έργο του τη θυελλώδη είσοδό του στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδος, η κατάσταση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής είχε αλλάξει. Η Σχολή του Μονάχου υποχωρούσε χωρίς να έχει τελείως εκλείψει. Οι μοντέρνες ζωγραφικές αντιλήψεις έκαμαν την εμφάνισή τους με τον Παρθένη, το Μαλέα κ.ά., που άνοιγαν καινούργιους δρόμους, οδηγημένοι από την επαναστατική λάμψη του Παρισιού, όπου τώρα έστρεφαν τα βλέμματά τους για να σπουδάσουν οι νεώτεροι καλλιτέχνες. Έτσι ουσιαστικά το κίνητρο της αλλαγής πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής ήταν πάλι εξωτερικό και όχι εσωτερικό. Μόνο που τώρα η εξωτερική αυτή πηγή της τέχνης μας δεν ήταν η συντηρητική, ξεπερασμένη Σχολή, της ασήμαντης καλλιτεχνικά την εποχή αυτή, Βαυαρίας, αλλά η μήτρα της επαναστατικής μοντέρνας τέχνης. Η στροφή από το Μόναχο στο Παρίσι, παρά τα πολλά πλεονεκτήματα, όχι μόνο του συγχρονισμού, αλλά κυρίως το ότι έδινε στους νέους καλλιτέχνες δυνατότητα μελέτης των αληθινών προβλημάτων της ζωγραφικής και τους λευτέρωνε από τον απονευρωμένο ακαδημαϊσμό και την ξώπετση ανεκδοτολογική θεματολογία, είχε και τα μειονεκτήματα που παρουσίαζε και η πρώτη φάση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής: τη μίμηση, την απρόσωπη ένταξη, που μέσα της ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας της προσωπικότητας. Ο Φώτης Κόντογλου με το έργο του αγνόησε και τις δυο αυτές ξενοκίνητες τάσεις και στράφηκε προς την ξεχασμένη, για περισσότερο από ένα αιώνα, ζωγραφική παράδοση του τόπου. Αν και είχε ξεκινήσει, κατά τη μαρτυρία του Στρατή Δούκα (Αιολικά Γράμματα, τεύχος 61, 1971, σελ. 491), από τα εργαστήρια των δασκάλων της σχολής του Μονάχου (Ιακωβίδη, Γερανιώτη, Βικάτου, Ροϊλού) και έπειτα από την απότομη διακοπή των σπουδών του έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε για αρκετά χρόνια, αγνόησε και τις δυο δεσπόζουσες αυτές τάσεις, για να βαδίσει το δικό του δρόμο. Στο δρόμο αυτόν οδηγείται αρχικά ίσως από ένα ευρωπαϊκό κίνημα επιστροφής στις αξίες του εθνικού παρελθόντος, με το οποίον όμως συνταιριάζεται απόλυτα και αβίαστα η ατόφια ρωμέϊκη ιδιοσυγκρασία του καθώς και η ανατολική καταγωγή του, όπου

(12)

ελληνική Παράδοση και ορθόδοξη πίστη είχαν ζυμωθεί σε μια αδιάσπαστη ένωση, χρωματισμένη από την έντονη αντίθεση προς τη Δύση, την αλλόδοξη Δύση, την εχθρική με φιλική επικάλυψη Δύση. Η τραγωδία της Ελληνικής Μικρασίας λειτουργεί συγκλονιστικά εντός του, διαφορίζοντάς τον ριζικά αφ’ ενός από τη Δύση, αφ’ ετέρου δίνοντάς του το αίσθημα της ευθύνης για τη συνέχιση, έστω σε άλλον χώρο μιας μακραίωνης παράδοσης, που ενώ άντεξε την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επιβίωσε για τέσσερες αιώνες, κινδύνευε τώρα οριστικά να χαθεί, καθώς ξεριζωνότανε από τον τόπο της, ενώ παράλληλα στο λεύτερο ελλαδικό χώρο είχε εξοβελιστεί από τη λαχανιαστή εισβολή της Δυτικής αντίληψης για την τέχνη, τη ζωή κι ακόμα και γι’ αυτήν την θρησκεία. Μετά την καταστροφή πηγαίνει στο Αγιον Όρος (προσκυνητής; μελετητής; αναχωρητής;). Είχε προηγηθεί ο Στρατής Δούκας στο προσκύνημα αυτό και γυρίζοντας είχε φέρει μαζί του το μύθο του, «που έμελλε να επηρεάσει τον Φ. Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Βέλμο και πολλούς άλλους» όπως σημειώνει ο ίδιος ο αγαπημένος του Κόντογλου συγγραφέας. Πάντως το ταξίδι αυτό του άνοιξε και του ξεκαθάρισε το δρόμο προς τη Βυζαντινή Ζωγραφική. Πρέπει όμως, η γη που έπεφτε ο σπόρος, νάταν αγαθή και ετοιμασμένη. Γιατί και από ιδιοσυγκρασία και από ένα είδος ρομαντικού εξωτισμού, αλλά και από ένα ισχυρό ζωγραφικό ένστικτο οδηγημένος είχε ήδη αρχίσει να αναζητά την ζωγραφική του έκφραση στη παραδοσιακή τέχνη του Βυζαντίου. Στο ταξίδι του όμως αυτό έρχεται σε αμεσότερη και ουσιαστικότερη επαφή με την εκκλησιαστική μας Ζωγραφική και κυρίως με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρητικής Σχολής. Στο Άγιον Όρος μελετάει και αντιγράφει φορητές εικόνες και τοιχογραφίες κυρίως του 16ου αι., του Θεοφάνη και του Φράγκου Κατελάνου. Τα αντίγραφά του αυτά εκθέτει στη Μυτιλήνη μαζί με το Μαλέα. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε από που διδάχθηκε τη «βυζαντινή» τέχνη ο Κόντογλου, γιατί αυτό ερμηνεύει νομίζω και την κατοπινή πορεία της αγιογραφικής τέχνης του και γενικότερα τη στάση απέναντι στη Βυζαντινή Ζωγραφική. Σπούδασε ουσιαστικά, λοιπόν, στην Κρητική Σχολή και κατά κάποιον τρόπο αυτήν θεώρησε ως την αρτιότερη ή τουλάχιστον χρονολογικά προσιτότερη παράδοση ν’ ακολουθήσει. Άλλωστε στην εποχή εκείνη τα μεγάλα έργα της Μακεδονικής Σχολής, όπως οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο, ήταν σε κακή

(13)

κατάσταση και τα άλλα άγνωστα. Κι είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν αργότερα δούλεψε σαν συντηρητής σε τοιχογραφίες της κυρίας βυζαντινής εποχής, πάλι έτυχε να εργαστεί στην Περίβλεπτο του Μυστρά, το προδρομικό αυτό έργο της Κρητικής Σχολής. Ο μεγάλος του πάντως δάσκαλος ήταν ο Θεοφάνης της Λαύρας κι από κοντά ο Κατελάνος κι οι άλλοι Κρητικοί κι ακόμη αργότερα, από θεωρητικές θέσεις κινούμενος, θα θεωρήσει σαν τα «πιο γνήσια έργα της Χριστιανικής Αγιογραφίας» τις αγιογραφίες των τελευταίων αιώνων της Τουρκοκρατίας, όταν οι τεχνίτες δούλευαν «με την πίστη μονάχα, δίχως να ανακατευθεί καθόλου το μυαλό». Μ’ αυτόν τον θεωρητικό οπλισμό κι όταν θα γνωρίσει την Μακεδονική Ζωγραφική, θα μείνει κλειστός και επιφυλακτικός αν όχι προκατειλημμένος. Στα χρόνια που ακολουθούν πλουταίνει τη γνώση του καθώς εργάζεται σαν συντηρητής σε διάφορες βυζαντινές εκκλησίες και Μουσεία (Βυζαντινό Μουσείο 1931-32, Μουσείο Καΐρου 1935, Μουσείο Κερκύρας). Γνώστης πια της παραδοσιακής μας Ζωγραφικής, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου (1939 και μετά) δίνει το σημαντικότερο έργο του σε κοσμική ζωγραφική: τις τοιχογραφίες στο Δημαρχιακό Μέγαρο των Αθηνών. (Δυστυχώς είναι και το μόνο μεγάλο έργο του που έχει μέχρι σήμερα σωθεί. Γιατί οι τοιχογραφίες που είχε ζωγραφίσει στο σπίτι του απεικονίζοντας την οικογένεια του καταστράφηκαν, σώζονται όμως μερικοί πίνακες με αρχαία θέματα όπως ο Λαοκόων της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών, ο Βρούτος κ.ά.). Στο Δημαρχείο ζωγράφισε τέσσερις συνθέσεις στις δυο αίθουσες του ισογείου, ζωφόρους, μέσα στην λευκή ορθομαρμάρωση, με θέματα κυρίως από την ιστορία της Αθήνας και ιστόρησε τους τέσσερις τοίχους του Γραφείου του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Τους τοίχους αυτούς χώρισε σε ζώνες, που στην ανώτερη ζωγράφισε ολόσωμους, μετωπικούς τους κυριότερους ήρωες του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα σ’ αυτές περιλαμβάνονται και μορφές αρχαίων ηρώων και ημιθέων αλλά και αγίων σαν τον Ιωάννη, το Χρυσόστομο ή ποιητών σαν το Σολωμό. Στη χαμηλότερη ζώνη έχουν ιστορηθεί σκηνές, μάχες κ.λπ. από διάφορες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Στις τοιχογραφίες αυτές είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει. Προηγούμενοί του ζωγράφοι μυθολογικών σκηνών και ιστορικών γεγονότων της κλασικής εποχής είχαν δημιουργήσει για τα θέματα, με τα οποία θα δούλευε, μια εικονογραφία καθώς και μια ζωγραφική

(14)

τεχνοτροπία βασισμένη κυρίως στο ρεαλισμό και κλασικισμό, που κατά τη γνώμη τους βρισκόντανε πλησιέστερα στο κλίμα και τη μορφή των εικονιζόμενων γεγονότων. Ο Κόντογλου αγνόησε και την εικονογραφία, αλλά κυρίως εκείνο που τόλμησε ήταν ν’ αγνοήσει την «κλασική» τεχνοτροπία. Διάλεξε τη γλώσσα της Βυζαντινής Ζωγραφικής, που την πλούτισε σε ορισμένες περιπτώσεις με τη γνώση της ανατομίας, και την πλαστική απόδοση των μορφών. Η τεχνοτροπία του βασιζότανε στην Βυζαντινή Παράδοση, όπως μάλιστα την αισθανότανε ο ζωγράφος, με τις στενές κυρίως φόρμες, τη μικρή κλίμακα, το αυστηρό περίγραμμα, τα σεμνά και μουντά χρώματα, από τα οποία λείπει κάθε φωναχτός τόνος ή συμπληρωματική χρήση των χρωμάτων, με προτίμηση στα γεώδη, τα καστανά, τα σκοτωμένα μπλε, σε μια θαυμαστή όμως ενότητα. Μοιάζει ουσιαστικά σαν να βλέπεις συνθέσεις που κυριαρχεί ένα χρώμα με τις παραλλαγές του. Την χρωματική ενότητα συμπληρώνει η μετρημένη και ισόρροπη σύνθεση. Στην εικονογραφία ξεκινά από την αρχή (κάποια εικονογραφικά στοιχεία βυζαντινών χειρογράφων, που ιστορούν κοσμικές σκηνές και περιορισμένης κλίμακος είναι και αμφίβολο φαίνεται να τα ήξερε ο Φ. Κόντογλου) και βάζει όλη την πλούσια αφηγηματική φαντασία του να συλλάβει και πραγματώσει τόσο μεγάλο έργο. Μελέτη των τοιχογραφιών αυτών θα εύρισκε ίσως πηγές εικονογραφικές και τεχνοτροπικές ακόμη, γιατί πολλές φορές παρουσιάζεται από σύνθεση σε σύνθεση διαφοροποίηση στην τεχνοτροπία. Στην ζωφόρο π.χ. της Νοτίας αίθουσας του ισογείου, όπου εικονίζεται η πάλη του Ερεχθέα με τον Εύμολπο, καθώς και οι προσωποποιήσεις του Υμηττού και της Πεντέλης, ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μεν την τεχνική της βυζαντινής Παράδοσης, για να αποδώσει όμως τους μυθικούς ήρωες με ομορφοπλασμένα γυμνά κορμιά άψογης ανατομίας και ροδαλής επιδερμίδας που θυμίζουν Πομπηϊνά πρότυπα. Στην απέναντι, μέσα στην ίδια αίθουσα, σύνθεση με τις προσωποποιήσεις των πόλεων, κυριαρχεί η ηρεμία και η επιπεδική παράσταση των σεμνόχρωμων γυναικείων μορφών.

(15)

Άλλο χαρακτήρα, κοντυνότερο στη δισδιάστατη Βυζαντινή Ζωγραφική, παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες με τις μεγάλες μάχες των Μακεδόνων βασιλέων στο Γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Γιατί διάλεξε όμως την εκκλησιαστική τεχνοτροπία ο Κόντογλου για να ιστορήσει κοσμικά, παγανιστικά θέματα; Μήπως τούτο ήταν ιεροσυλία; Μήπως είχε παρασυρθεί από ένα βυζαντινίζον κλίμα της εποχής του, που ήθελε την Βυζαντινή Τέχνη, εκλεκτή των κύκλων των διανοουμένων; Μήπως από εκζήτηση και αναζήτηση πρωτοτυπίας; Νομίζω πως για κανένα απ’ αυτούς τους λόγους. Ο Φ. Κόντογλου πίστευε στην παράδοση. Όχι θεωρητικά, διανοουμενίστικα. Αλλά στην παράδοση σαν συνέχεια ζωής. Και αυτήν τη συνέχεια ήθελε να διαιωνίσει με την τέχνη. Να ιστορήσει, τον απόμακρο κόσμο του ελληνικού μύθου και της Ιστορίας, με τον πλησιέστερο όμως ντόπιο εκφραστικό τρόπο· τη ζωγραφική γλώσσα του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Έτσι ένωνε την αρχαία παράδοση με το Βυζάντιο, αυτός ο σημερινός Μικρασιάτης, πετυχαίνοντας τη συνέχεια που ζητούσε. Έφερνε τους απόμακρους ήρωες από τα σκονισμένα βιβλία των λογίων στον οικείο χώρο και τη μορφή των αγίων της Εκκλησίας, με τους οποίους ήταν μαθημένος να συζεί ο απλός, ο ανόθευτος από τη δυτική επίπλαστη παιδεία, λαός. Και δεν ήταν ιεροσυλία αυτό που έκαμε. Γιατί οι παλαιότεροί του αγιογράφοι είχαν τολμήσει να ζωγραφίσουν, μέσα μάλιστα στους νάρθηκες των μοναστηριακών εκκλησιών, τους αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους, τον Μεγαλέξανδρο και τους άλλους ήρωες (Μονή Φιλανθρωπινών, Μ. Γόλας, εκκλησίες Καστοριάς κλπ).

(16)

Οι τοιχογραφίες του Δημαρχείου ίσως είναι το πιο προσωπικό του και το πιο ολοκληρωμένο έργο της ζωγραφικής του και η σημαντικότερη προσφορά στην Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Δεν έχει ακόμη ιδιαίτερα μελετηθεί (έκτος από το μεγάλο άρθρο του Άγγ. Προκοπίου στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση του 1947), ώστε να προσδιοριστεί ακριβέστερα ο ρόλος του στην πορεία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Κι ακόμη αξίζει να παρουσιαστεί ξανά στο ευρύτερο ελληνικό κοινό που κοντεύει να το ξεχάσει. *** Η συμβολή όμως του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική δεν τελειώνει με το έργο του αυτό, που καλύπτει την δημιουργικότητά του στη δεκαετία πριν από τον πόλεμο. Το ζωγραφικό κήρυγμα για την επιστροφή στη ζωγραφική παράδοση του τόπου και την απαλλαγή από την κηδεμονία και άμεση εξάρτηση της τέχνης από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, έδωσε αγλαότατους καρπούς. Αυτός ο Ανατολίτης που έζησε στο Παρίσι για αρκετό καιρό, που γνώρισε προσωπικά μάλιστα τον Ροντέν, όπως αναφέρει σε κάποιο γραφτό του, ούτε ξιπάστηκε από τη λαμπερή επιφάνεια της μοντέρνας παριζιάνικης ζωής, ούτε θαμπώθηκε από την εκεί επανάσταση της τέχνης. Ίσως μόνο μια έμμεση επίδραση να δέχθηκε, δηλαδή τη στροφή προς το μεσαιωνικό παρελθόν. Πιστότατος στη μορφοπλαστική παράδοση της τέχνης της Ελλάδος, ζήτησε να βρει την άμεση ανανέωση στην τέχνη του τόπου του κι όχι στον τόπο της φιλοξενίας του. Σιγά-σιγά άλλωστε αυτή η ανάγκη γινότανε συνείδηση ολοένα και σε περισσότερους ευαίσθητους δέκτες. Ζωγράφοι, αισθητικοί, και ιστορικοί της τέχνης άρχιζαν να στρέφονται προς τις πηγές και τις ρίζες της παράδοσης σαν άμεσης όμως συνέχειας. Το φαινόμενο φυσικά αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά γενικότερο ευρωπαϊκό κίνημα, από το οποίο αρδεύεται και το ελληνικό. Ουσιαστικά πρόκειται για τη βαθύτερη έννοια του ρομαντισμού. Οι προσπάθειες όμως στην αρχή είναι μεμονωμένες και συχνά καιρικές στη ζωή και στο έργο των ζωγράφων. Ο Φ. Κόντογλου αντίθετα γίνεται ο διαπρύσιος κήρυκας αυτής της επιστροφής με την απολυτότητα και το πάθος του οδηγητή και πρωτοπόρου. Έχει άλλωστε και το τάλαντο του γραφτού λόγου, που τον βοηθά σ’ αυτήν την αποστολή. Στο κήρυγμα και στο εργαστήρι του φοιτούν άμεσα μερικοί νέοι τότε ζωγράφοι, σαν τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο, που αργότερα θα ακολουθήσουν διάφορους δρόμους και από τον δάσκαλο και ανάμεσά τους, αλλά τα βασικά

(17)

διδάγματά του θα επηρεάσουν σύμφωνα με την προσωπικότητα τού καθενός το έργο τους. Έκτος όμως απ’ αυτούς άμεσα θα ακούσουν το μάθημά του μια ολόκληρη γενιά ζωγράφων, μια γενιά που προσδίδει στη Νεοελληνική Τέχνη την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, η λεγομένη γενιά του ’30. Παρ’ όλο το εύρος των ζωγραφικών επιτευγμάτων τους και την ιδιοτυπία των δημιουργών της, οφείλει πολλά το ξεκίνημά της στην παρουσία και το έργο του Φ. Κόντογλου. Βέβαια το κήρυγμα του Κόντογλου ήταν επιστροφή στη Βυζαντινή Ζωγραφική, όπως άλλωστε το εφάρμοσε ο ίδιος στις τοιχογραφίες του Δημαρχείου. Και στον τομέα αυτόν τον ακολούθησαν μερικοί ζωγράφοι της γενιάς του ’30 σύμφωνα πάντα με την καλλιτεχνική προσωπικότητά του ο καθένας, για ορισμένη φάση του έργου τους τουλάχιστον, ενώ και στη μεταπολεμική γενιά υπάρχουν ζωγράφοι σαν τον Π. Κοψίδη, τον Μ. Βατζιά κ.ά. που εκφράζουν τους παλμούς της εποχής (π.χ. τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον Βατζιά), με μακρινή Βάση τη βυζαντινή τεχνική, έστω κι αν και το υλικό ακόμη έχει αλλάξει καθώς την αυγοτέμπερα ή το φρέσκο αντικατέστησαν τα πλαστικά χρώματα. Το μάθημα όμως του Κόντογλου το πλατύτερο, που καλούσε στη διερεύνηση των αυτοχθόνων ζωγραφικών στοιχείων είτε στη Βυζαντινή τέχνη όπως πίστευε ο ίδιος, είτε στη λαϊκή, όπως πίστευαν άλλοι, είτε και στην αρχαία ζωγραφική, όπως εύρισκαν μερικοί, είχε μεγάλη απήχηση σε σημαντικό αριθμό ζωγράφων που πάσχιζαν να βρουν και να εκφράσουν στην τέχνη τους το αληθινό πρόσωπο του τόπου μας, όχι μόνο θεματογραφικά, αλλά κυρίως μορφολογικά, καθώς πιστεύανε ότι η συνένωση της μορφής και του περιεχομένου είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας. Η αναζήτηση αυτή της «Ελληνικότητας», που έγινε το κύριο αίτημα της γενιάς του ’30, χρωστάει το βλάστημά της και στο σπόρο που αδιάκοπα και με αλύγιστο ζήλο έριχνε ο Φ. Κόντογλου. Ο Κόντογλου όμως υπήρξε πρώτα απ’ όλα αγιογράφος. Ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωγράφος που είχε συνείδηση του θεολογικού χαρακτήρα της Ζωγραφικής μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Και σ’ αυτό το σημείο, νομίζω, θα πρέπει να προσδιοριστεί κυρίως η προσφορά του Κόντογλου στην εκκλησιαστική τέχνη: στην επίγνωση της μεγάλης διακονίας της ζωγραφικής στη λατρευτική και λειτουργική σύναξη του λαού του Θεού, του Σώματος του Χριστού, την Εκκλησία. Ο Φ. Κόντογλου πίστευε πως η αγιογραφία δεν είναι πάρεργο ή έστω μια κάποια παρενθετική απασχόληση, αλλά υψηλή αποστολή, ιερουργία. Και

(18)

πίστευε απόλυτα ότι η Βυζαντινή Ζωγραφική είναι η μοναδική έκφραση που αρμόζει στον υψηλό αυτό στόχο. Αυτή ακριβώς η επίγνωση είναι που τον έκανε ικανό και άξιο να αλλάξει τον ξεστρατισμένο δρόμο της νεοελληνικής αγιογραφίας και να τον στρέψει προς τις ζωηφόρες πηγές της Παράδοσης. Χωρίς ίσως να είναι ο πρώτος ή ο μόνος που αγιογραφεί σε βυζαντινή τεχνοτροπία, είναι ο πρώτος που απόλυτα πιστεύει στην αξία της διά βίου, όχι κάποια στιγμή ή περίοδο επηρεασμένος από εξωτερικούς παράγοντες και μόδες. Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Για πολλά χρόνια αυτός ο κήρυκας της επιστροφής στη Βυζαντινή τέχνη δεν έχει εικονογραφήσει μια ολόκληρη εκκλησία στην Αθήνα, όπως άλλοι που ανήκουν στην κατηγορία των αγιογράφων που προαναφέραμε. Παρ’ όλα όμως αυτά είναι ο κύριος αφυπνιστής των ορθοδόξων συνειδήσεων για να απαλλαγεί ο χώρος της Εκκλησίας από ανούσια ζωγραφικά και αθεολόγητα τοιχογραφήματα. Γνωρίζοντας τη σημασία που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Ζωγραφική, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημασία που έχει η ορθή, η γνήσια Ορθόδοξη ζωγραφική μέσα στην Εκκλησία. Και τη συνείδηση αυτής της σημασίας αγωνίζεται ο Κόντογλου να ξυπνήσει. Ο Φ. Κόντογλου ζωγράφισε και φορητές εικόνες και τοιχογραφίες. Παλαιότερες νομίζω ότι είναι οι φορητές εικόνες. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο να εκφράσει κανείς συμπεράσματα γι’ αυτόν τον τομέα της τέχνης του· μιας και οι εικόνες του είναι διάσπαρτες σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και έτσι δεν είναι εύκολο νάχη κανείς πλήρη εποπτεία και κατά συνέπεια σωστή κρίση. Οι εικόνες όμως που έχουμε συναντήσει, φαίνεται να ακολουθούν τα διδάγματα της Κρητικής Σχολής, σε γενικές γραμμές, με έντονο όμως το προσωπικό στοιχείο. Σχέδιο σίγουρο και καθαρό, φόρμες κατά κανόνα κλειστές. Σκούρος καστανόχρωμος προπλασμός για τα πρόσωπα και τα χέρια. Και στα ενδύματα προτιμά, τουλάχιστο στα παλαιότερα έργα του, τους ήσυχους τόνους, που δένουν με το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη (π.χ. οι εικόνες του Τέμπλου του Αγ. Νικολάου Πατησίων του 1947, εικόνα Τριών Ιεραρχών στην Καπνικαρέα του 1934 κ.ά.) Και για τις τοιχογραφίες στις εκκλησίες δεν είναι πολύ εύκολη η αποτίμηση και η μελέτη για διαφορετικό όμως λόγο. Ο Φ. Κόντογλου δούλευε μαζί με τους μαθητές του και πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκριση στο κυρίως προσωπικό του έργο και στην εργασία των μαθητών. Από τις παλαιότερες τοιχογραφίες είναι η εκκλησία ή ακριβέστερα μέρος των τοιχογραφιών της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι, που ιστορήθηκε από το Φ. Κόντογλου και το μαθητή του Τερζή στα 1946. Οι στρατιωτικοί Άγιοι στα μέτωπα των ανατολικών

(19)

πεσσών του τρούλλου (Άγ. Θεόδωρος, Γεώργιος, Δημήτριος, Μερκούρης κ.ά.) είναι από τα καλύτερα δείγματα της αγιογραφίας του Φ. Κόντογλου. Μορφές ρωμαλέες, πλασμένες με τη Βυζαντινή τεχνική, αλλά και με έντονη την προσωπική τεχνική του Φ. Κόντογλου, ποτισμένη από τη λαϊκή παράδοση. Οι Άγιοι εικονίζονται αληθινά σαν παλληκάρια και πρωταθλητές της πίστεως. Στα έργα αυτά βρίσκουμε το πιο προσωπικό -μέσα πάντα στα εκκλησιολογικά πλαίσια της Ορθόδοξης Παράδοσης- αγιογραφικό έργο του Κόντογλου. Βάση του είναι η Κρητική Σχολή, αλλά το χρώμα του και το σχέδιο τρέφονται από χυμούς μιας ζωντανής και δημιουργικής, όχι αντιγραφικής μιμητικής ζωγραφικής. Όπως άλλωστε γινότανε σε κάθε δημιουργική εποχή της μακραίωνης βυζαντινής τέχνης, οι τεχνίτες, έμεναν πιστοί στην παραδοσιακή τεχνική και κυρίως στον εσώτατο πυρήνα της, που εξέφραζε την ανάλλαχτη αλήθεια της αποκαλυμμένης πίστης. Επειδή όμως οι ίδιοι ήσαν εκφραστές και συνεχιστές αυτής της πίστης, μπορούσαν να εκφράζουν ταπεινά και ειλικρινά τον εαυτό τους και τον καιρό τους και γινότανε αυτή η σύζευξη του αιωνίου με το καιρικό χωρίς σύγχυση και χωρίς το ένα να κυριαρχεί σε βάρος του άλλου. Αυτό προσπάθησε ο Κόντογλου στις τοιχογραφίες της εκκλησίας στο Λιόπεσι. Αργότερα όμως μοιάζει να περιόρισε αυτή την αρχική φιλοδοξία. Λεπτομερέστερη μελέτη θα μπορούσε να δείξει αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, καθώς και τις αιτίες που την δημιούργησαν. Στις τοιχογραφίες της δεκαετίας του 1950 και μετά (Καπνικαρέα, Άγ. Γεώργιος Κυψέλης, Άγ. Νικόλαος Πατησίων), τα αξιολογότερα τμήματα είναι εκείνα όπου ο ζωγράφος ακολουθεί τα κρητικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό δείγμα, οι τοιχογραφημένες δεσποτικές εικόνες του κτιστού τέμπλου του Αγ. Χαραλάμπους Πολυγώνου, ζωγραφισμένες στα 1955. Δουλεμένες σε κρητική τεχνοτροπία με σοβαρούς γενικά χρωματικούς τόνους, μαύρο χρώμα για φόντο και καστανόχρωμο προπλασμό, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται σε ανοιχτότερο τόνο τα φώτα ή γράφονται με λευκές πινελιές, δείχνουν με το σφιχτό σχέδιο, την κλειστή, στιβαρή φόρμα, την χρωματική ενότητα και το εσωτερικό ήθος, στον άξιο τεχνίτη στο κλίμα του.

(20)

Σημειώσαμε πιο πάνω για τη συμβολή του Κόντογλου σαν δασκάλου. Περισσότερο ίσως με την έννοια του καθοδηγητή και εμπνευστή παρά του ακαδημαϊκού καθηγητή. Αν τούτος όμως ο τίτλος του αξίζει για την κοσμική νεοελληνική ζωγραφική, για την αγιογραφία ο ρόλος του υπήρξε απτός, άμεσος και ιδιαίτερα παραγωγικός. Βέβαια πριν απ’ αυτόν ή παράλληλα εργάζονται αγιογράφοι όπως ο Δ. Πελεκάσης, ο Άγγ. Αστεριάδης, ο Σπ. Βασιλείου στη βυζαντινή τεχνοτροπία. Όμως δάσκαλος φλογερός που γύρω του μαζεύονται όσοι θέλουν να σπουδάσουν την ιερή τέχνη, είναι μόνον ο Φ. Κόντογλου. Σε μια εποχή μάλιστα που η βυζαντινή αγιογραφία δεν διδάσκεται επίσημα καθόλου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, (μέχρι σήμερα άλλωστε δεν υπάρχει ειδική έδρα, αλλά η αγιογραφία και το φρέσκο διδάσκονται από επιμελητή), οι ζηλωτές νέοι τεχνητές φοιτούν στο εργαστήρι και στη σκαλωσιά του Κόντογλου. Οι μαθητές του Ράλλης Κοψίδης, Πέτρος Βαμπούλης, Γεωργακόπουλος, Παπανικολάου, Τερζής Ιωάννης, ακολουθούν διάφορο δρόμο ο καθένας. Άλλοι στρέφονται προς τη λαϊκή έκφραση, με την οποία ενώνουν τη Βυζαντινή Παράδοση, άλλος προς τη Μακεδονική Σχολή, ανάλογα ο καθένας με την προσωπικότητά του. Έτσι, ενώ δεν δημιούργησε με την στενή έννοια σχολή, έφτιαξε αυτή την

(21)

ομάδα που ιστορεί όλους τους τοίχους των εκκλησιών με τη Βυζαντινή τεχνοτροπία. Στο διδακτικό έργο του θα πρέπει να περιληφθεί και η συγγραφή του βιβλίου του «Έκφρασις» ήτοι «Ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, της και λειτουργικής καλούμενης, περιέχουσα την τεχνολογίαν και εικονογραφίαν της ειρηνοχύτου ταύτης τέχνης, ήτοι τήν έρμηνείαν τών τεχνικών τρόπων καί τους ιερούς τύπους των εικόνων, καθώς και εξήγηση περί της λεπτότητος και του πνευματικού κάλλους και της τιμής αυτής». Βασισμένος στην προγενέστερη συγγραφική παράδοση της «Ερμηνείας της ζωγραφικής», του Διονυσίου του εκ Φουρνά, καθώς και στη δική του γνώση, καταγράφει την πείρα του ολάκερη, ώστε να είναι χρήσιμη γι’ αυτούς, που θα θελήσουν να συνεχίσουν την «Ειρηνόχυτον» λειτουργική τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνέχιση άλλωστε της Παράδοσης ήταν και το μεγάλο μεράκι του χαρισματούχου αυτού ανθρώπου. Σ’ αυτήν πρόσφερε όλη τη δύναμη και όλα τα τάλαντα, που πλούσια βέβαια του είχε εμπιστευθεί ο Κύριος και στη δόξα του οποίου τελικά τα αφιέρωσε. (Από το βιβλίο «Μνήμη Κόντογλου», εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975) Σάββατο, 25 Σεπτεμβρίου 2010. ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ . της κ. Έφης Μαυρομιχάλη, Λέκτορος τής Ιστορίας τής Τέχνης Τό παρόν κείμενο είναι η ομιλία τής κ. Μαυρομιχάλη στήν εκδήλωση τού Συνδέσμου Αγάπης τού Αγίου Δημητρίου, τήν Κυριακή τών Μυροφόρων (βλ. τεύχος 165).

(22)

Ο Φώτης Κόντογλου, (εικ.1) πολυτάλαντη καί πολυεδρική προσωπικότητα, κατέχει μιά μοναδική θέση στήν ιστορία τής νεοελληνικής τέχνης καί λογοτεχνίας, χάρη στό εντελώς προσωπικό ύφος πού ανέπτυξε τόσο στό πεζογραφικό του έργο όσο καί στήν εικαστική του γλώσσα, μέ αφετηρία μιά ιδιαίτερα κομβική περίοδο τής ιστορίας τού νεοελληνικού κράτους, τήν περίοδο τού μεσοπολέμου. Στό πρόσωπό του συναιρούνται ο ορθόδοξος χριστιανός, ο περήφανος ρωμιός, ο σοφός τής ιωνικής γής, ο ζωγράφος καί αγιογράφος, ο εκφραστής τής ζωντανής νεοελληνικής γλώσσας. Ο βίος καί η πολιτεία του στόν Ελλαδικό χώρο, όπου εγκαταστάθηκε μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή, τό 1922, έως καί τό τέλος τής ζωής του, τό 1965, σφραγίστηκε μέ τόν αγώνα του γιά τήν διατήρηση τής ιδιοπροσωπίας τού Γένους, πού γιά τόν Κόντογλου ταυτιζόταν μέ τό πολιτισμικό φορτίο τής «καθ’ ημάς Ανατολής». Στά περιορισμένα πλαίσια τής σύντομης αυτής παρουσίασης θά εστιάσουμε κυρίως στήν λεγόμενη κοσμική ζωγραφική τού Φώτη Κόντογλου, πού αποτελεί τίς απαρχές τής καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας καί εντάσσεται κυρίως στήν δεκαετία τού 1930. Στόχος μας είναι νά αναδείξουμε τίς καταβολές τής ζωγραφικής του αυτήν τήν περίοδο, αλλά καί τό πάθος του νά υπηρετήση μέσα από αυτήν τήν έννοια τής ελληνικότητας, όπως διαμορφωνόταν στίς δεδομένες συνθήκες τής εποχής.Από τήν τελευταία περίοδο τής ζωής του σώζεται ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, αχρονολόγητο καί γραμμένο σέ τρίτο πρόσωπο. Σ’ ένα σημείο εκ παραδρομής χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο. Αξίζει νά δούμε πώς έβλεπε ο ίδιος τόν εαυτό του, γύρω στά 1960, όπως προκύπτει από τήν αναφορά πού κάνει σέ συγκεκριμένο έργο του μέσα στό κείμενο.

(23)

"Φώτης Κόντογλου, αγιογράφος καί συγγραφεύς. Γεννήθηκε στάς Κυδωνίας τής Μικράς Ασίας, μιά επίσημη πολιτεία πού είχε καί τή φημισμένη Ακαδημία, ανάμεσα στό Αδραμύτι καί στήν Πέργαμο, απάνω στήν ακροθαλασσιά τής Αιολίδας. Τά μικρά χρόνια του τά έζησε σ’ ένα νησάκι πού ήτανε κτήμα τής οικογενείας του, κ’ έτσι δέθηκε στενά μέ τή φύση, ιδίως μέ τή θάλασσα. Γι’ αυτό κ’ ήθελε νά γίνει πλοίαρχος. Ακόμα, από μικρός έζησε μέσα στήν ποίηση τής θρησκείας. Ταξίδεψε κάμποσο στήν Ανατολή καί στή Δύση, κι έγραψα κάμποσα βιβλία. Τό πρώτο ήτανε ο Πέδρο Καζάς. Κατόπι έγραψε τή Βασάντα, Τά Ταξίδια, τήν Τέχνη τού Άθω, Φημισμένοι καί Λησμονημένοι, Αρχαίοι ανθρώποι, Ιστορίες καί περιστατικά, Ο Θεός Κόνανος, ο Μυστικός Κήπος, Πηγή Ζωής, κ.ά. καθώς καί μέγα πλήθος άρθρα ιστορικά, λαογραφικά, περιγραφικά, αγωνιστικά γιά τήν παράδοση. Σάν αγιογράφος, αγωνίστηκε σκληρά γιά νά μή χαθεί η εικονογραφική παράδοση, καί κατόρθωσε νά κάνει μιά σπουδαία κίνηση κ’ ένα εργαστήρι, πού ζωγράφισε κατά τή βυζαντινή τεχνοτροπία κάμποσες ελληνικές εκκλησιές, εδώ, στήν Ευρώπη, στήν Αμερική καί στήν Αίγυπτο. Επίσης δούλεψε σάν συντηρητής σέ διάφορα μουσεία, όπως στό Βυζαντινό Μουσείο, στό Μουσείο τής Κερκύρας, στό Κοπτικό Μουσείο τού Καΐρου. Έργα του είνε πλήθος φορητών εικόνων καί τοιχογραφιών, εικονογραφιών βιβλίων, μικρογραφιών, σχεδίων διά ψηφιδωτά, διά ξυλόγλυπτα, λιθογραφίες, ξυλογραφίες κ.ά. Τά πλέον επιβλητικά καί δημιουργικά είνε αι μεγάλαι τοιχογραφίαι εκκλησιών, πού πολλές από αυτές είναι δουλεμένες μέ τό αρχαίο σύστημα τού φρέσκου. Οι φορητές εικόνες είνε καμωμένες μέ αυγοχρώματα. Εκτός από τίς αγιογραφίες έχει ζωγραφίσει καί θέματα κοσμικής ζωγραφικής, αλλά πάντοτε εις τό ύφος τής βυζαντινής παράδοσης, όπως είναι οι τοιχογραφίες τού Δημαρχείου τών Αθηνών κ.ά. Τώρα τυπώνεται ένα δίτομο βιβλίο του γιά τή βυζαντινή αγιογραφία, τεχνικό καί εικονογραφικό, πού μέσα σ’ αυτό θά υπάρχει η τεχνική καί εικονογραφική πείρα πού απόχτησε δουλεύοντας επί χρόνια". Αυτά ήθελε νά αφήση γιά τόν εαυτό του καί τήν δράση του ο Κόντογλου στό σημείωμά του, παραλείποντας σημαντικές λεπτομέρειες γιά τήν ζωή καί τό έργο του, πού όμως μπορούμε νά συνθέσουμε από τίς αναμνήσεις τών φίλων του καί δικές του σκόρπιες πληροφορίες σέ διάφορα έργα του.

(24)

Ο Φώτης Αποστολέλλης, όπως ήταν τό πατρικό του όνομα, γεννήθηκε τό 1895 στό Αϊβαλί, τίς αρχαίες Κυδωνίες, τής Μικράς Ασίας. Ήταν τό τέταρτο καί τελευταίο παιδί τού Νικολάου καί τής Δέσπως Αποστολέλλη. Μετά τόν πρόωρο θάνατο τού πατέρα του, τήν κηδεμονία καί τήν ανατροφή του ανέλαβε ο αδελφός τής μητέρας του, ιερομόναχος Στέφανος Κόντογλου. Πιθανότατα πρός τιμήν τού θείου του επέλεξε αργότερα τό μητρώνυμο Κόντογλου. Ο ιερομόναχος Στέφανος ήταν ηγούμενος στό οικογενειακό μοναστήρι τής Αγίας Παρασκευής στό ομώνυμο νησάκι. Εκεί πέρασε αρκετά από τά παιδικά του χρόνια ο Κόντογλου καί οι αναμνήσεις του από τό κατανυκτικό περιβάλλον καί τήν ομορφιά τής φύσης καί τής θάλασσας τόν σφράγισαν καί τόν συνόδευσαν σέ όλη του τήν ζωή. Ο Τάσος Μουμτζής, πού γνώριζε τόν Κόντογλου από παιδί, μάς δίνει μιά γλαφυρή εικόνα γιά τά χρόνια πού πέρασε στό μοναστήρι τής Αγ. Παρασκευής. Γράφει : "Τό μοναστήρι αυτό ήταν σάν ένα κομμάτι από τ’ Άγιον Όρος, ψηλοκρεμασμένο ανάμεσα στά βράχια καί πίσω από τήν θάλασσα, στήν ρίζα μιάς τεράστιας πέτρας. Εκεί πρόβαλε η μικρή εκκλησούλα τής Αγ. Παρασκευής. Ήταν πάντα μισοσκότεινη καί δροσερή, μοσχοβολούσε αγιωσύνη καί προσευχή…Ο Φώτης ξεκινούσε τήν αυγή καί μαζί μέ τόν θείο του τόν ηγούμενο, τραβούσαν γιά τήν πρωϊνή λειτουργία. Χτυπούσε τήν καμπάνα κι αμέσως στό ψαλτήρι. Στό μεταξύ ψέλνοντας μπαινόβγαινε στό ιερό νά ετοιμάση τό θυμιατάρι, νά βάλη τό ζέον στό καμινέτο καί νά κόψη μπουκίτσες τή λειτουργιά. Στό τέλος τής εκκλησίας ο Φώτης μ’ ένα κομμάτι ψωμί καί μερικές ελιές στό χέρι, ξεκινούσε γιά τά βράχια, σκαρφαλώνοντας απάνω τους καί παίζοντας κατέβαινε στήν ακροθαλασσιά…" Τελείωσε τό Σχολαρχείο καί τό περίφημο Γυμνάσιο τού Αϊβαλιού. Ήδη από τά μαθητικά του χρόνια εκδήλωσε καί τά δυό ταλέντα του, τό συγγραφικό καί τό ζωγραφικό. Εξέδιδε μαζί μέ τούς συμμαθητές του τό περιοδικό "Μέλισσα", πού εικονογραφούσε ο ίδιος. Τό 1913 ο θείος του τόν συνοδεύει στήν Αθήνα καί εγγράφεται κατευθείαν στό 3ο έτος τής Σχολής Καλών Τεχνών. Συγκατοικεί μέ τόν συμμαθητή του καί φίλο του Στρατή Δούκα, τόν μετέπειτα λογοτέχνη καί ζωγράφο. Τότε γνωρίζεται καί μέ τόν ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά μέ τόν οποίο δουλεύει περιστασιακά σέ φωτογραφεία, κάνουν ρετούς φωτογραφιών. Φιλοτεχνούν επίσης θεατρικά σκηνικά.

(25)

Κατά τή διάρκεια τού Α' παγκοσμίου πολέμου μέ τήν καταστροφή τού Αϊβαλιού χάνει τήν μητέρα του καί τόν θείο του καί αναγκάζεται νά εγκαταλείψη τίς σπουδές του. Ταξιδεύει σέ διάφορες χώρες, στό Βέλγιο, τήν Ισπανία καί τήν Πορτογαλλία καί καταλήγει στήν Γαλλία. Δουλεύει ως τορναδόρος σέ εργοστάσιο πυρομαχικών στή Λιμόζ καί τό Περιγκέ καί τελικά εγκαθίσταται στό Παρίσι, πού ήταν τότε τό καλλιτεχνικό κέντρο τής Ευρώπης. Εκεί εργάζεται ως εικονογράφος στήν εφημερίδα Illustration, όπου καί βραβεύεται. Ταυτόχρονα, χωρίς νά σπουδάζη συστηματικά, εντρυφεί στά νέα καλλιτεχνικά ρεύματα τού μοντερνισμού τής Ευρώπης. Τό 1919, μέ τό τέλος τού πολέμου επιστρέφει στό Αϊβαλί. Διδάσκει στό Παρθεναγωγείο τού Αϊβαλιού Γαλλικά καί Τεχνικά. Ιδρύει τόν σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι" καί τυπώνει, μέ έξοδα τού φίλου του Στρατή Δούκα, τό πρώτο του βιβλίο, Πέδρο Καζάς, πού τό είχε γράψει καί εικονογραφήσει στό Παρίσι. Μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή, τό 1922, καταφεύγει πρόσφυγας στήν Μυτιλήνη, γεγονός πού θά σημαδέψη τήν υπόλοιπη ζωή του. Μαζί του θά διασώση τήν παλιά εικόνα τής Αγίας Παρασκευής. Γράφει ο ίδιος στό βιβλίο του "Τό Αϊβαλί η πατρίδα μου" : «Μοιρολογώ τήν κουρσεμένη πατρίδα μου, τ' Αϊβαλί τής Μικράς Ασίας, καί μαζί τη ζεστή φωλιά μου, τό υποστατικό πού ζούσα αποτραβηγμένος. Ήτανε ένα βραχόβουνο, μιά χερσόνησο, πού μ’ αφήσανε κληρονομιά οι μπαρμπάδες μου. Είχανε ζήσει καί πεθάνει πάνου κεί πάππου προσπάππου, καλόγεροι οι πιό πολλοί. Τώρα… κλαίγω γιά τό χαμό του, μά τό πόσο πονώ, καταλαβαίνω πώς δέ θά μπορέσω νά τό πώ μέ λόγια ποτές μου. Τί νά σημειώσω στό χαρτί χωρίς νά κατατρακυλήσει κ’ ένα ζεματιστό δάκρυ, νά λυώσει τά ψηφιά;" Ο πρόσφυγας Φώτης Κόντογλου θά γίνη γνωστός στό ελλαδικό κοινό κατ’ αρχάς ως συγγραφέας. Ενώ ο ίδιος ζή τόν πρώτο καιρό τής προσφυγιάς του στήν Μυτιλήνη, ο φίλος του Στρατής Δούκας, πού κατεβαίνει στήν Αθήνα, παίρνει μαζί του τό βιβλίο τού Κόντογλου, Πέδρο Καζάς, καί τό δίνει σέ γνωστούς λογοτέχνες γιά νά τό διαβάσουν. Τό πρώτο του αυτό βιβλίο, πού είναι η ιστορία ενός κουρσάρου, ξαφνιάζει καί εντυπωσιάζει τούς λογοτεχνικούς κύκλους τής Αθήνας μέ τήν αυθεντικότητα τής αφήγησης καί τήν ζωντανή, παλλόμενη δημοτική του γλώσσα. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει: "Μιά πόρτα ανατολίτικη άνοιξε στή μίζερη, μικρόπνοη, «κλεισμένου χώρου» λογοτεχνία μας καί μπήκε μιά μεγάλη αναπνοή. (Αιολικά Γράμματα, 1971, σ. 516), ενώ ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, θά πή : « Απορώ πώς υπάρχουν ακόμα αντίτυπα

Referensi

Dokumen terkait

(2013) yang menyimpulkan bahwa Pengungkapan Corporate Governance memiliki hasil signifikan terhadap kinerja perbankan di Nigeria, namun dalam penelitian ini mereka

Dari sisi kelembagaan terutama karena belum semua pemerintah provinsi atau kabupaten/kota melakukan restrukturisasi organisasi pemerintahan sesuai amamat PP nomor 41 tahun 2007

(4) Bandar udara pengumpul dengan skala pelayanan tersier sebagaimana dimaksud pada ayat (3) huruf a meliputi bandar udara pengumpul dengan skala pelayanan tersier yang ditetapkan

Chandra Grosir yang semakin lebih efektif dan efisien; pencatatan kegiatan operasional dilakukan secara detail dan jelas serta perhitungan persediaan menjadi lebih

Epidermolisis Bulosa (EB), adalah sebuah penyakit bula subepidermal kronik yang berkaitan dengan autoimunitas pada kolagen tipe II dalam fibrin pada zona membrane basal.. Lesi

Berdasarkan hasil pengolahan data dalam program SPSS yang telah penulis lakukan untuk menentukan persamaan regresi linier berganda, maka penulis menampilkan data-data

Distribusi Frekuensi Sub Test Bed Activity Berdasarkan hasil penelitian diketahui bahwa sebelum dilakukan training terdapat 25% responden mampu melakukan bed activity secara