• Tidak ada hasil yang ditemukan

Χσουν-Το Ημερολόγιο Ενός Τρελού

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Membagikan "Χσουν-Το Ημερολόγιο Ενός Τρελού"

Copied!
24
0
0

Teks penuh

(1)

ΛΟΥ ΧΣΟΥΝ

狂人日記

ΤΟ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

ΕΝΟΣ

ΤΡΕΛΟΥ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣΜΠΛΑΝΑΣ ¤ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ZHANG HUAIJIANG

(2)

I

Σήµερατοφεγγάριλάµπεικαταπληκτικά. Είχα τριάντα χρόνια νατο δω, κι όταν το αντίκρισα µου έφτιαξε το κέφι. Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως τα τελευταία τριάντα-κάτι χρόνια ήµουν στο σκοτάδι. Τώρα όµως πρέπει να προσέχω πολύ. Αλλιώς, γιατί µε κοίταξε δύοφορέςεκείνοτοσκυλίστοσπίτιτωνΤσάο; Έχωσοβαρόλόγοναφοβάµαι.

(3)

II

Απόψε δεν έχει καθόλου φεγγάρι. Κακό σηµάδι αυτό· το ξέρω. Το πρωί βγήκα έξω προσεκτικά και ο κ. Τσάο είχε κάτιπαράξενοστοβλέµµα του, σαν να µεφοβόταν, σαννα ήθελε να µε σκοτώσει. Ήταν κι άλλοι έξι-εφτά και µε κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Τρόµαξαν όταν τους είδα. Κι οι άλλοι που συνάντησα έτσι ήταν όλοι τους. Ο πιο αγριε -µένος µου χαµογέλασε ειρωνικά· οπότε ανατρίχιασα απ’ την κορφή µέχρι τα νύχια, γιατί κατάλαβα πως τα είχαν ετοιµάσειόλα. Τέλος πάντων, δεν φοβήθηκα. Συνέχισα τον δρόµο µου. Λίγο παρακάτω ήταν κάτι παιδιά και µιλούσαν για µένα, και µε κοίταζαν όπως µε κοίταζε ο κ. Τσάο, αλλά τα πρό -σωπάτουςήταντροµεράωχρά. ∆εν µπορώνακαταλάβω τι τουςέφταιξακαι µουσυµπεριφέρονταιέτσι. ∆ενκατάφερα να µην τους φωνάξω: «Τι λέτε; Πείτε µου!» Αλλά το έβα -λανσταπόδια. ∆εν µπορώ να καταλάβω γιατί µου έχει θυµώσει ο κ. Τσάο, τι είχαν εναντίον µου όλοι στον δρόµο. Άλλη άκρη δεν βγάζω παρά µόνο πως πριν από είκοσι χρόνια είχα πάρεισβάρνα τους λογαριασµούς που κρατούσεαπόπαλιά οκ. ΚουΤσίου.2 Ο κ. Τσάο δεντον γνωρίζει, αλλάκάπου θ’ άκουσενακουβεντιάζουν τηνυπόθεση κι αποφάσισενα εκδικηθεί για λογαριασµό του. Γι’ αυτό συνωµότησε µε τους άλλουςστον δρόµο. Τα παιδιάόµως; Εκείνη τηνεπο -χήδενείχανγεννηθείακόµη. Τότε γιατί µεκοίταζαν τόσο

(4)

παράξενασήµερα, σαννα µεφοβούνταν, σανναήθελαννα

µε σκοτώσουν; Αυτό µε τροµάζει πραγµατικά. Σαστίζω,

αναστατώνοµαι.

Τοβρήκα. Θατουςτοείπανοιγονείςτους!

(5)

III

Τοβράδυδεν µπορώνακοιµηθώ. Είναιτόσαπράγµαταπου πρέπειναψιλοκοσκινίσω, γιανατακαταλάβω. Αυτοίοι άνθρωποι —άλλουςτους ξεφτίλισε ο δικαστής, άλλουςτουςχαστούκισε οάρχοντας, άλλωντιςγυναίκεςτις άρπαξανοιχωροφύλακεςκιάλλωνοιγονείςαυτοκτόνησαν απόταχρέηστουςτοκογλύφους— δενήτανποτέτόσοτρο -µαγµένοιούτετόσο µοχθηροίόσοχθες· αυτοίοιάνθρωποι. Το πιο παράξενο ήταν εκείνη η γυναίκα στον δρόµο, χθες. Καταχέρισετον γιοτηςκαι του είπε: «∆ιαβολόπαιδο! ∆εν θα ησυχάσω αν δεν σε φάω ζωντανό!» Αλλά κοίταζε συνέχεια εµένα. Πετάχτηκα µέχρι εκεί πάνω. ∆εν µπόρεσα να κρατηθώ. Τότε άρχισαν όλοι να χαµογελάνε —µε κορόιδευαν— µεκείναταπράσιναπρόσωπα καιτα µακριά τους δόντια. Ο γέρο-Τσιν όρµησε και µ’ άρπαξε και µε πήγεσέρνονταςστοσπίτι. Μεπήγεσπίτισέρνοντας, κιεκείέκανανόλοιπωςδεν µε γνώριζαν. Με κοίταζαν όπως οι άλλοι στο δρόµο. Όταν µπήκα στογραφείο, µεκλείδωσαν µέσα, σαν καµιά κόταή καµιάπάπιαστοκοτέτσι. Αυτό µ’ έκανενασαστίσωακόµη περισσότερο. Πριν από κάµποσες µέρες ήρθε απ’ το Λυκόχωρο ένας που του νοικιάζουµε χωράφια να µας ενηµερώσει πως καταστράφηκεησοδειά, καιείπεστον µεγάλο µουαδελφό

(6)

πωςπιάσανεοιχωριανοίκάποιονγνωστόκακούργοκαι τον σκοτώσανεστοξύλο, κιύστερα κάναδυο του βγάλανε την καρδιά και το συκώτι, τα τηγάνισαν και ταέφαγαν, για να πάρουν το κουράγιο του. Όταν τους διέκοψα, κάρφωσαν πάνω µου τα µάτια τους. Σήµερα µόλις, κατάλαβα πως µε κοίταζανόπωςακριβώςκιοιάλλοιέξω. Μόνο που το σκέφτοµαι ανατριχιάζω απ’ την κορφή µέχριτανύχια. Έφαγανανθρώπους, άρα µπορείναφάνεκιεµένα. Τώρα ξέρω πως εκείνο το «∆εν θα ησυχάσω αν δεν σε φάω ζωντανό!» της γυναίκας, και τα χαµόγελα των ανθρώπων µεταπράσιναπρόσωπακαιτα µακριάδόντια, κι η ιστορία του νοικάρη, την άλλη µέρα, είναι όλα σηµάδια µυστικά. Είµαι βέβαιος. Φαίνεται το πράγµα. Νοιώθω το φαρµάκιστα λόγιατους, τοστιλέτο σταχαµόγελάτους. Τα δόντιατους είναικάτασπρα κιαστράφτουν: είναι όλοιτους ανθρωποφάγοι. ∆εν είµαι κακός άνθρωπος, αλλά µου φαίνεται πως από τότε που πήρα σβάρνα τους λογαριασµούς του κ. Κου στενέψανεταπράγµαταγια µένα. Θα ’χουντίποτα µυστικά που δεν περνάνε απ’ το µυαλό µου, κι έτσι και θυµώσουν, όλους παλιάνθρωπους τους βλέπουν. Θυµάµαι πως όταν ο µεγάλος µου αδελφός µε µάθαινε να γράφω εκθέσεις, άσχετα πόσο καλός ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να περι -γράψω, υπογράµµιζε πάντα τα επιχειρήµατα που έφερνα εναντίοντου, γιανα µουδείξειπωςήτανικανοποιηµένος

(7)

Ενώ όταν δικαιολογούσα καµιά κακή πράξη, µου έλεγε: «Μπράβο! Αυτόδείχνειπωςσκέπτεσαιπρωτότυπα. Πώςναξέρω τα µυστικά τους, αφούείναιέτοιµοιναφά -νεάνθρωπο; Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όταν πρόκειται να καταλάβεις κάτι. Νοµίζω πως οι αρχαίοι, έτρωγαν συχνά ανθρώπους, αλλά δεν είµαι σίγουρος. Προσπάθησα να το ξεκαθαρίσωαυτό, αλλάηιστορία µουδενέχειχρονολογίες· µόνο σε κάθε σελίδα την ίδια καλικαντζούρα: «Ήθος και Αρετή». Ε, δεν µπόρεσα να κλείσω µάτι. ∆ιάβαζα όλη νύχτα, µέχρι που κάτι άρχισα να διακρίνω. Όλο το βιβλίο ήτανγραµµένο µόνο µεδύολέξεις: «Φάτεάνθρωπο». Αυτέςοιλέξειςπουήταν γραµµένεςστο βιβλίο, κι αυτές οι λέξεις που ξεστόµισε ο νοικάρης µας, όλες µε κοίταζαν παράξενακαιχαµογελούσαν µενόηµα. Είµαιάνθρωποςκαιθέλουννα µεφάνε!

(8)

IV

Το πρωί ησύχασα λίγη ώρα. Ο γέρο-Τσεν µου έφερε κολατσιό: ένα πιατάκι µελαχανικά κι ένα πιατάκι µεψάρι στον ατµό. Τα µάτια του ψαριού ήταν άσπρα και σκληρά, και το στόµα του ανοιχτό σαν τα στόµατα εκείνων των ανθρώπων που θέλουν να φάνε άνθρωπο. Μετά από δυο τρεις µπουκιές δενήξερα να πωαναυτόπου είχαστο στό -µα µουήτανψάριήκρέαςανθρώπινο. Είπα στον γέρο-Τσεν να πει στον αδελφό µου πως πνιγόµουνεκεί µέσακαιπωςήθελαναβγωλίγο στονκήπο. Ογέρο-Τσενδενέβγαλεκουβέντα. Έφυγεκιύστεραγύρισε κιάνοιξετηνπόρτα. ∆εν σάλεψα. Κοίταξα ναδω πως θα µε αντιµετωπίσουν. Ήµουν σίγουρος πως δεν θα µεάφηναν ναβγω. Σίγουρος, σιγουρότατος! Εµφανίστηκε ο µεγάλος µου αδελφός, κι οδηγούσε προσεκτικά έναν γέρο. Το βλέµµα του ήταν δο -λοφονικό, κιεπειδή φοβήθηκεπως θα το καταλάβω, χαµή -λωσετο κεφάλικιάρχισενα µουρίχνει µατιέςπάνωαπ’ τα γυαλιάτου. —Μιαχαράφαίνεσαισήµερα, είπεοαδελφός µου. —Ναι, είπαεγώ. —Κάλεσα τον κ. Χο σήµερα εδώ, για να σε εξετάσει, είπεοαδελφός µου. —Εντάξει, είπα εγώ. Στην πραγµατικότητα, ήξερα πολύ καλά πως ο γέρος ήταν ο εκτελεστής µεταµφιεσµένος! Ήρθετάχαγια να µετρήσει τονσφυγµό µου, αλλά σίγουρα θέλει να δει αν είµαι αρκετά παχύς. Μόλις µου πιάσει τον καρπόθακαταλάβειπόσοκρέαςέχω. Εγώδενφοβήθηκα

(9)

όµως. Μπορεί να µην τρώω ανθρώπους αλλά είµαι πιο δυνατόςαπ’ αυτούς. Άπλωσακαιταδυο µουχέριαναδωτι θακάνει. Ογέρος κάθισε, έκλεισε τα µάτια, µεπασπάτεψε καλά καλά, κι έµεινε ακίνητος κάµποση ώρα. Ύστερα άνοιξεταπονηράτου µάτιακαιείπε: —Μην αφήσεις τη φαντασία σου να σε βάλει κάτω. Ξεκουράσου µερικές µέρες, καιθαείσαιπάλι µιαχαρά.

(10)

«Μηναφήσεις τηφαντασία σουνασε βάλει κάτω! Ξεκου -ράσου µερικές µέρες!» Ε, βέβαια, όταν παχύνω εκείνοι θα έχουνπερισσότεροφαΐ. Εγώόµωςτι έχω νακερδίσω; Πώς γίνεται να είµαι «µια χαρά»; Όλοι αυτοί θέλουν να φάνε άνθρωποαλλά κρύβονται, δεντολµάνε νατοκάνουν ξεκά -θαρα. Είναι να πεθαίνεις απ’ τα γέλια. ∆εν µπόρεσα να κρατηθώ, έβαλα ταγέλια. ∆υνατάγέλια. Μα ήτανπραγµα -τικάξεκαρδιστικό. Ξέρω πως το γέλιο µου έδειχνε δύναµη και τιµιότητα. Ο γέρος κι ο αδελφός µου κιτρίνισαν. Τρόµαξαναπότηδύναµηκαιτηντιµιότητά µου. Αλλά επειδή είµαι γενναίος θέλουν να µε φάνε. Λυσ -σάξανε από τη ζήλια τους και θέλουν να µε φάνε, για να πάρουν κάτι από τη δύναµή µου κι αυτοί. Ο γέρος πήγε στηνπόρτα, αλλάπρινφύγει, είπεσιγάστοναδελφό µου: —Ναφαγωθείαµέσως! Κιοαδελφός µουσυµφώνησε. Είσαικι εσύ στοκόλπο, ε; Μετάραξε αυτήη απίστευτη ανακάλυψη, αλλά δενήτανκάτιπουδεντο περίµενα: ο µε -γάλος µουαδελφόςείναισυνεργόςαυτώνπουθέλουννα µε φάνε! Ο µεγάλος µουαδελφόςείναιανθρωποφάγος! Είµαιο µικρόςαδελφόςενόςανθρωποφάγου! Μπορεί να µε φάνε, αλλά δεν παύω να είµαι ο µικρός αδελφόςενόςανθρωποφάγου!

(11)

V

Τοξανασκέφτηκα τιςτελευταίες µέρες. Αςυποθέσουµεπως ογέροςδεν ήταν οεκτελεστής µεταµφιεσµένος, αλλά πραγ -µατικός γιατρός. Τι πάει να πει αυτό; Μια χαρά ανθρω -ποφάγος µπορεί να είναι ένας γιατρός. Στο βιβλίο για τα βότανα, που έγραψεο προκάτοχός του, ο Λι Σι—τσεν,3δη -λώνεται καθαρά πως το ανθρώπινο κρέας µπορεί να µαγειρευτείκαι ναφαγωθεί. Λοιπόν; Τολµάειακόµηναλέει πωςδενέχειφάειάνθρωπο; Όσο για τον αδελφό µου, έχω τους λόγους µου να τον υποπτεύοµαι. Όταν µου µάθαινε γράµµατα, τον άκουσα µε τα ίδια µου τ’ αυτιά ναλέει: «Πουλούσανε τους γιους τους για να φάνε». Κι ύστερα, µια φορά που κουβεντιάζαµε για κάποιον παλιάνθρωπο, είπε: «Να τον εκτελέσουν; Να τον φάνε ζωντανό πρέπει, νατον γδάρουν και ναπουλήσουν το τοµάρι του».4 Τότε ήµουν µικρός και η καρδιά µουπήγε να σπάσει. Εκείνος ούτε που έδειξε να παραξενεύετε όταν ο ενοικιαστής από το Λυκόχωροτου είπε πως έφαγαν συκώτι και καρδιάανθρώπου. Μόνο κούνησετοκεφάλιτου. Σκλη -ρός ήτανε πάντα. Αφού, λοιπόν, µπορούν να «πουλήσουν τους γιους τους για να φάνε», τότε µπορούν να πουλήσουν τους πάντες. Όλοι τρώγονται. Παλιότερα άκουγα τις εξη -γήσεις του και επαναπαυόµουν. Τώρα ξέρω πως, την ώρα που µου µιλούσε, τα χείλια του ήταν πασαλειµµένα µε ανθρώπινο ξύγκι. Και µόνο αυτό; Του άρεσε κιόλας. Χόρ -ταινε µετηνκαρδιάτου.

VI

Σκοτάδι πίσσα. ∆εν ξέρω πότε είναι µέρα και πότε νύχτα. ΤοσκυλίτωνΤσάοάρχισεπάλιναγαυγίζει. Είναι άγριο σαν λιοντάρι, φοβητσιάρικο σαν λαγός, πονηρόσαναλεπού...

(12)

VII

Ξέρω πώςδουλεύουν. ∆εν θέλουν νασκοτώσουνενψυχρώ, δεν τολµούν, φοβούνται τις συνέπειες. Όµως έφτιαξαν µια συµµορία καιστήνουν παγίδες παντού, για να µεκάνουννα σκοτωθώ µόνος µου. Τοκατάλαβααπότησυµπεριφοράτων αντρών και των γυναικών στον δρόµο τις προάλλες, κι απ’ τοντρόποτου µεγάλου µουαδελφούπροχθές. Τιλαχταράνε; Να βγάλω το ζωνάρι του και να κρεµαστώ απ’ το πατερό. Τότεθαχορτάσουν µετηνκαρδιάτους, χωρίςνακατηγορη -θούνγια φόνο. Γι’ αυτό είναιόλο χαµόγελα. Κιαν το θύµα φοβάται να σκοτωθεί, κι αρρωστήσει, κι αδυνατίσει, αυτοί πάλιθαχαµογελάνε. Τρώνε µόνο πεθαµένους! Θυµάµαι που διάβαζα κάπου για ένα πρόστυχο ζώο µε κακό βλέµµα. Ύαινα το λένε και τρώει πτώµατα. Ακόµη και τα µεγάλα κόκαλατα ροκανίζει και τα καταπίνει. Ούτε που να το σκέφτεσαι! Οι ύαινες έχουν σχέση µε τους λύκους και οι λύκοι ανήκουν στα κυνοειδή. Τιςπροάλλες, το σκυλί των Τσάο µε κοίταζε επί -µονα. Προφανώς είναι κι αυτό στο κόλπο. Συνένοχός τους είναι. Ογέροςκατέβασετοκεφάλιγια να µηνδωτοβλέµµα του, αλλάεγώδενξεγελάστηκα! Ο πιο ελεεινός είναι ο µεγάλος µου αδελφός. Άνθρωπος είναικι αυτός. Γιατί δενφοβάται; Γιατί συµφώνησε µετους άλλους να µεφάνε; Το συνήθισε και δεν το παίρνει πια για έγκληµα; Ή µήπως ξέρει πως είναι κακό, αλλά κάνει την καρδιάτουπέτρα; Από τον αδελφό µου θ’ αρχίσω να παλεύω µε τους ανθρωποφάγους. Με τον αδελφό µου θα προσπαθήσω ν’ αλλάξω µυαλά στουςανθρωποφάγους.

(13)

VIII

Στην πραγµατικότητα, τα επιχειρήµατά τους είναι πολύ παλιά... Ξαφνικάκάποιος µπήκε µέσα. ∆ενήτανπάνωαπόείκοσι χρονών, αλλάδεν µπόρεσαναξεχωρίσωταχαρακτηριστικά του. Χαµογελούσε συνέχεια. Ωστόσο, όταν µεκοίταξε, δεν µουφάνηκεαληθινότοχαµόγελότου. Τονρώτησα: — Είναισωστόνατρώνεανθρώπους; —Αν δεν πέσει λοιµός πώς γίνεται να φάνε ανθρώπους; απάντησεκαιχαµογελούσεακόµη. Κατάλαβααµέσως πωςήταν ένας απ’ αυτούς, αλλά έκα -νακουράγιοκαιξαναρώτησα: —Είναισωστό; —Γιατί ρωτάς τέτοιο πράγµα; ∆εν µπορεί... θ’ αστει -εύεσαι... ωραία µέραείναισήµερα. —Μια χαρά είναι· και το φεγγάρι λάµπει καταπληκτικά. Αλλάεγώάλλοσερωτάω. Είναισωστό; Θορυβήθηκεκαι µουρµούρισε: —Όχι... —Όχι; Τότεγιατίτοκάνουνακόµη; —Τιεννοείς; —Τιεννοώ; Αυτή τηνστιγµή τρώνεανθρώπουςστο Λυ -κόχωρο, και ταβιβλία είναι γεµάτα µ’ αυτότο πράγµα. Το γράφουνε µεκατακόκκινο µελάνι. Ηέκφρασήτουάλλαξε, χλόµιασε, έφριξε. —Μπορεί... είπεκαι µεκοίταζε. Πάνταέτσιήταν... —Καιείναισωστόεπειδήπάνταέτσιήταν;

(14)

—∆εν θέλω τέτοιες κουβέντες. Τέλος πάντων, µην το πεις πουθενά. Όποιος µιλάει για τέτοια πράγµατα βγαίνει χαµέ -νος! Πετάχτηκα πάνω κι άνοιξα τα µάτια µου καλά καλά, µα εκείνος χάθηκε από µπρος µου, κι έµεινα εκεί µούσκεµα στον ιδρώτα. Ήταν πολύ πιο νέος από τον µεγάλο µου αδελφό, µα είχε µπει κιόλας στο κόλπο. Θα τον δασκά -λεψαν οι γονείς του. Και φοβάµαι πως θα δασκάλεψε κι αυτόςτον γιο του. Γι’ αυτό µε κοίταζαν έτσι άγριαως και ταπαιδιά.

(15)

IX

Θέλουν να φάνε άνθρωπο και περιµένουν τη σειρά τους, καιπεριµένοντας φοβούνται µηντους φάνεκιαυτούς µετη σειράτους, καικοιτάζουνκαχύποπταοέναςτον άλλον... Τι άνετη που θα ήταν η ζωή τους αν δεν τους βάραινε αυτή η µανία, και πήγαιναν στη δουλειά τους, κι έβγαιναν περίπατο, κι έτρωγαν κι έπεφταν για ύπνο γλυκά γλυκά. Τώρα δενέχουν στο µυαλό τους παρά µόνο αυτό. Πατέρες καιγιοι, άντρες και γυναίκες, αδέλφια, φίλοι, δάσκαλοι και µαθητές, άσπονδοι εχθροί και ξένοι —ως κι αυτοί— ανήκουνστην ίδιασυµµορία, και κρατάνε ο ένας τον άλλο µηνπάεικαικάνειπρώτοςαυτόπουέχειστο µυαλότου.

(16)

X

Νωρίς το πρωί πήγα να βρω τον αδελφό µου. Ήταν στην πόρτα και κοίταζε τον ουρανό. Πήγα σιγά σιγά από πίσω, στάθηκα ατάραχος µπροστά στην πόρτα, και του είπα ευγενικά: —Αδελφέ, έχωκάτινασουπω. —Τιπράγµα; ρώτησε και γύρισεαπότοµα κουνώντας το κεφάλι. —∆εν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά κοµπιάζω. Αδελφέ, µπορεί οι πρωτόγονοι άνθρωποι να έτρωγαν και λίγο ανθρώπινο κρέας —αρχή ήτανε— όµως ύστερα άλλαξε το παρουσιαστικότους, και µερικοί σταµάτησαν νατρώνεαν -θρώπους, και προσπάθησαν να είναι καλοί κι έγιναν άνθρωποι, πραγµατικοί άνθρωποι. Κάποιοι όµως συνεχί -ζουν ακόµη να τρώνε ανθρώπους. Όπως οι σαύρες. Μερι -κέςάλλαξαν κιέγιναν ψάρια, πουλιά, µαϊµούδες κι ύστερα άνθρωποι. Κάποιες όµως δεν ήθελαν να είναι καλές κι έµειναν σαύρες. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι που τρώνε ανθρώπους πρέπει να ντρέπονται, όταν συγκρίνουν τους εαυτούςτους µεκείνουςπουδεντρώνεανθρώπους. Πρέπει ναντρέπονται πολύ. Περισσότερο από µια σαύρα µπροστά σε µια µαϊµού. Κάποτε ο Γι Για µαγείρεψε τον γιο του κι έκανετραπέζιστονΤσιενκαι τονΤσου.5Αυτάείναιαρχαία πράγµατα, κι όµως απ’ τον καιρό που έπλασεο ΠανΚου6 τηθάλασσακαι τηνστεριά, οι άνθρωποιέτρωγαν συνέχεια τους ανθρώπους. Πρώταο γιος του Γι Για, ύστεραο Χσου Χσι-λιν,7 τώρα εκείνος ο άνθρωπος που τον έπιασαν στο Λυκόχωρο... Πέρσιεκτέλεσανστηνπόληκάποιον, κιένας

(17)

φυµατικός βούτηξε ψωµί στο αίµα του και το έφαγε. Θέλουν να µε φάνε, και ξέρω πως δεν έχεις τη δύναµη να τους κρατήσεις. Αλλά γιατί τους βοηθάς; Αυτοί είναι αν -θρωποφάγοι. Ό,τι θέλουν κάνουν. Σήµερα τρώνε εµένα, αύριο εσένα. Πως είσαι στην ίδια συµµορία δεν έχει σηµασία. Αυτοί τρώγονται µεταξύ τους. Μ’ αν αλλάξεις αµέσως µυαλά, τότεθαησυχάσουνόλοι. Πάειπολύςκαιρός πουγίνεταιαυτότοπράγµα —χρόνια αµνηµόνευτα— όµως σήµερα αξίζει ναγίνουµεκαλοί, να προσπαθήσουµε έστω, ναπούµε: «Όχι, αποκλείεται!» Είµαισίγουροςπως µπορείς, αδελφέ. Τις προάλλες που σου ζήτησε ο ενοικιαστής να µειώσεις το νοίκι των χωραφιών, του είπες: «Όχι, απο -κλείεται!»

(18)

Στην αρχή χαµογελούσε κυνικά, ύστερα όµως το βλέµµα του πήρε κάτι δολοφονικό, κι όταν ανέφερα τα περί συ µ-µορίας έγινε κατακίτρινος. Έξω απ’ την πόρτα είχαν µαζευτεί κάµποσοι άνθρωποι —κι ο κ. Τσάο µετον σκύλο του— και ξελαιµιάζονταν να δούνε τι τρέχει. ∆εν µπο -ρούσα να τους ξεχωρίσω καλά, γιατί φορούσαν πλερέζες. Μερικοί φαίνονταν κατακίτρινοι κι ακίνητοι σαν πτώµατα, αλλά από µέσα χαµογελούσαν. Συµµορία ήταν· ανθρω -ποφάγοιόλοιτους. Όµως αυτόδεν πάει ναπει πως έκαναν τις ίδιες σκέψεις. Κάποιοι νόµιζαν πως αφού γίνεται από παλιά, τότε θα µπορούσαν να φάνε άνθρωπο. Κάποιοι άλλοιπίστευανπως δεν είναισωστό, αλλά το ήθελανπολύ και φοβούνταν µην τους ανακαλύψουν. Γι’ αυτό αγρίεψαν όταν µε άκουσαν να τους ξεµπροστιάζω. Συνέχισαν να χαµογελάνεόµως· κυνικά, µεσφιγµέναχείλη. Ξαφνικάοαδελφός µουαγρίεψεκιέβαλετιςφωνές: —Ξεκουµπιστείτε όλοι! Σας αρέσει να κοιτάτε τον τρελό; Τότε κατάλαβα πόσο πανούργοι ήταν. ∆εν υπήρχε περί -πτωση ν’ αλλάξουν. Είχαν καταστρώσει καλά το σχέδιό τους. ∆ιέδωσανπως είµαι τρελός, κιέτσι ότανθα µ’ έτρω -γαν δεν θα είχαν κανένα πρόβληµα µε τον κόσµο. Μπορεί νατους ευχαριστούσαν κιόλας. Το ίδιο έγινε και µεκείνον τον παλιάνθρωπο που έφαγαν στο Λυκόχωρο. Παλιό κόλπο. Ο γερο-Τσεν εξοργίστηκε κι όρµησε µέσα, αλλά δεν µπόρεσαννα µουκλείσουντοστόµα. Έπρεπενα µιλήσωσε κείνουςτουςανθρώπους:

(19)

—Πρέπει ν’ αλλάξετε! Πρέπει ν’ αλλάξετε βαθιά µεςστην καρδιά σας! τους είπα. Πρέπει ναξέρετε πως αύριο δεν θα έχουνθέσηστονκόσµοοιανθρωποφάγοι. Ανδεναλλάξουν οι ανθρωποφάγοι, θα φαγωθούν µεταξύ τους. Όσο κι αν γεννοβολάνε, θα τους εξαφανίσουν οι πραγµατικοί άνθρω -ποι, όπως εξαφανίζουν οι κυνηγοί τους λύκους. Όπως τα ερπετά! Ο γέρο-Τσεν τους έδιωξε όλους. Ο αδελφός µου είχε εξαφανιστεί. Ο γέρο-Τσεν µε συµβούλευσε να πάω στην κάµαρά µου. Πίσσα σκοτάδι ήταν εκεί µέσα. Τα σανίδια και τα πατερά έτρεµαν πάνω απ’ το κεφάλι µου. Ύστερα έσπασανκιέπεσανκαι µεσκέπασαν. Ασήκωτοτοβάροςτους· ούτενασαλέψωδεν µπορούσα. Νόµιζανπωςθαπέθαινα. Εγώήξεραπωςτοβάροςδενήταν το σωστό, πάλεψα κι ελευθερώθηκα µούσκεµα στον ιδρώ -τα, καιδενείπαπαρά: —Πρέπει ν’ αλλάξετε! Πρέπει ν’ αλλάξετε βαθιά µες στηνκαρδιάσας! Πρέπειναξέρετεπωςαύριοδενθαέχουν θέσηστονκόσµοοιανθρωποφάγοι.

(20)

XI

Οήλιος δεν φωτίζει, η πόρταδεν ανοίγει, δύο γεύµατα την ηµέρα. Έπιασαταξυλάκια µου, και ύστερα σκέφτηκατον αδελ -φό µου. Τώραξέρωπώςπέθανεη µικρή µουαδελφή. Αυτός τοέκανε. Πέντε χρονών ήταν τότε η αδελφούλα µου. Ακό -µη θυµάµαι τι γλυκό, τι τρυφερό που ήταν το βλέµµα της. Η µάνα έκλαιγε ασταµάτητα κι εκείνος την παρακαλούσε να µηνκλαίει, µάλλον επειδήείχεφάει µόνοςτου τη µικρή καιντρεπόταν. Τέλοςπάντων. Αντουείχε µείνει µιασταλιά ντροπή... Οαδελφός µουέφαγετηναδελφή µου, αλλάδενξέρωαν καιπότετοκατάλαβεη µάνα µου. Νοµίζω πως το ήξερε, αλλά όταν έκλαιγε δεν µπορούσε νατο πειανοιχτά, νατοφωνάξει· ίσως επειδήτο θεωρούσε κι αυτή σωστό. Θυµάµαι µια φορά —τεσσάρων πέντε χρονών ήµουν— καθόµουν στη δροσιά, στην είσοδο, και ήρθεοαδελφός µου και µου είπεπως ανπέσουν άρρωστοι οιγονείςσουκαι κόψειςένακοµµάτιαπόπάνω σουκαι το µαγειρέψεις και τους δώσεις να φάνε, τότε θα ξέρουν πως έχουν µάλαµα παιδί. Η µάνα µου δεν έβγαλε κουβέντα. Αλλά αν κάποιος µπορεί να φάει ένα κοµµάτι ανθρώπινο κρέας, τότε γιατί να µην φάει κι ολόκληρο άνθρωπο; Και µόνο που θυµάµαι τα κλάµατά τους, σπαράζει η καρδιά µου. Αυτόείναιτοπαράξενο!

(21)

XII

∆εναντέχωνατοσκέπτοµαι. Μόλιςσυνειδητοποίησαπωςτόσοκαιρόζω σ’ έναντόπο που επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια τρώνε ανθρώπους. Τότε πουπέθανεη αδελφή µου, οαδελφός µουείχετοκουµάντο τουσπιτιού, και µπορείνα µαγείρεψετο κρέαςτης µερύζι, καινατηφάγαµεχωρίςνατοξέρουµε. Μπορεί να έφαγα ένα σωρό κοµµάτια από την αδελφή µου, χωρίςνατοξέρω, καιτώραναήρθεησειρά µου... Πώς µπορώ, µετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια ανθρω -ποφάγας ιστορίας —ακόµη κι αν δεν το ήξερα απ’ την αρχή— ν’ αντικρίσω κατά πρόσωπο τους πραγµατικούς ανθρώπους;

(22)

XIII

Υπάρχουν άραγε ακόµη παιδιά που δεν έφαγαν άνθρωπο; Σώστεταπαιδιά... Απρίλιος 1918

(23)

ΛΟΥ

ΧΣΟΥΝ

Ο Λου Χσουν [鲁迅;] γεννήθηκε, στις 25 Σεπτεµβρίου του 1881, στοΣαοξίντηςεπαρχίαςΤσετζιάνγκ, στην ανατολική ακτή της Κίνας. Το πραγµατικό του όνοµα ήταν Τσου Σουρέν [周 人树 ]. Οπατέραςτουανήκεσε παλιάοικογένεια κρατικών υπαλλήλων µε µεγάλη µόρφωση, αλλά δεν κατείχε κανένα αξίωµα. Η µητέρα του προερχόταν από αγροτικήοικογένεια, καιείχε µάθειναδιαβάζει µόνητης. Ο µικρός Τσου έµαθε τα πρώτα γράµµατα σε ιδιωτικό σχολείο, πριν παρακολουθήσει µαθήµατα στη Ναυτική Ακαδηµία του Τζιαγκνάν (1898—1899) και στην Σχολή Σιδηροδρόµων και Μεταλλείων του Ναντζίνγκ (1899-1902). Ο θάνατος του πατέρα του, µετά από µακροχρόνια ασθένεια, γιατηνοποίαηπαραδοσιακήκινεζικήιατρική — ασκούµενη απόαγύρτες εκείνητηνεποχή — δεν µπορούσε να κάνει τίποτε, έφερε τον Τσου αντιµέτωπο µε τις βαθιά οπισθοδροµικές αντιλήψεις τηςκινεζικής κοινωνίας. Έτσι, το 1902 πήγε στην Ιαπωνία και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Σεντάι. Στη διάρκεια του Ρώσο-ιαπωνικού Πολέµου (1904—1905), έτυχε να παρακολουθήσει την εκτέλεση ενός Κινέζου αιχµαλώτου. Η απάθεια µε την οποία το πλήθος παρακολουθούσε τον φρικτό αποκεφα -λισµό, τον συγκλόνισε. Εγκατέλειψε τηνιατρικήσχολήκαι άρχισενα µελετάτηνπαγκόσµιαλογοτεχνία. Το 1909 επέστρεψε στην Κίνα, και µέχρι το 1911 εργά -στηκε σαν δάσκαλος στο Σαοξίνγκ. Από το 1912 µέχρι το 1926 υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας, στο Πεκίνο, µεταφράζοντας παράλληλα Ευρωπαίους ποιητές και πεζο -γράφους. Το 1918, δηµοσίευσε το πρώτο του διήγηµα, Το Ηµε -ρολόγιο ενός Τρελού. Η βαθιά ειρωνική γραφή του, που

(24)

επιτίθετο στην αναχρονιστική νοοτροπία των διανοου -µένων, στην κτηνωδία των υπαλλήλων της ∆υναστείας των Τσινγκ, και στην παραίτηση του φοβισµένου λαού, τον έθεσε αµέσως στον κέντρο της πνευµατικής επανάστασης, πουδιαδραµατιζότανεκείνητηνεποχή. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1920 στρέφεται προς τον Μαρξισµό και αρχίζει να µάχεται για την πολιτιστική και πολιτικήανανέωσητηςΚίνας. Γράφειδιηγήµατα, ποιήµατα, δοκίµια, µελετήµατα για τη λογοτεχνία, ιδρύει αριστερές οργανώσεις, µεταξύ των οποίων η Ένωση Αριστερών Συγγραφέων, η Ένωση για την Ελευθερία της Κίνας και η ΈνωσηγιατηνΥπεράσπισητωνΑστικών∆ικαιωµάτων, και παραδίδει µαθήµατα λογοτεχνίας στο εθνικό Πανεπιστήµιο του Πεκίνου (1920-26), στο Πανεπιστήµιο του Ζιαµέν (1926), και στο Πανεπιστήµιο της Καντόνας (1927). Όµως, το 1927, προκαλεί τη µήνη της κυβέρνησης για τις επανα -στατικές αντιλήψεις του, και αναγκάζεται να παραιτηθεί. Καταφεύγει στη Σαγκάη. Εκεί, γράφει ακατάπαυτα, εκδί -δοντας παράλληλα τα πρωτοποριακά περιοδικά Benliu (1928) και Yiwen (1934), ταοποίαπροσφέρουνστέγηστους νέους συγγραφείς, που θα τεθούν αργότερα επικεφαλής της ΚινεζικήςΕπανάστασης. Ο Λου Χσουν πέθανε από φυµατίωση, στις 19 Οκτω -βρίου του 1936, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιοέργο, το οποίοαποθεώθηκεστη µετεπαναστατικήΚίνα.

Referensi

Dokumen terkait

Rumusan masalah pada penelitian ini yaitu apakah ada hubungan antara stres dengan tekanan darah pada lansia hipertensi di Posyandu Lansia Puskesmas Kasihan

Eksperimen al-Biruni, bahwa seluruh partikel, besar ataupun kecil, ditarik oleh gaya gravitasi oleh pusat mayapada merupakan penemuan ilmiah yang signifikan.. Tanpa penemuan

Bima Haria Wibisana,

Epidermolisis Bulosa (EB), adalah sebuah penyakit bula subepidermal kronik yang berkaitan dengan autoimunitas pada kolagen tipe II dalam fibrin pada zona membrane basal.. Lesi

Keuntungan metode kempa langsung yaitu lebih ekonomis karena validasi proses lebih sedikit, prosesnya singkat, karena proses yang dilakukan lebih sedikit, maka waktu yang

Madeg ing nagari Astina, prabu Pandhudewanata, miyos ing pandhapi ingadhep ingkang putra faden Puntadewa tuwin patih Jayayitna, miwah para punggawa pepak, kasaru dha- tengipun

Distribusi Frekuensi Sub Test Bed Activity Berdasarkan hasil penelitian diketahui bahwa sebelum dilakukan training terdapat 25% responden mampu melakukan bed activity secara

61 Juwita Hayyuning Prastiwi, S.IP, M.IP “Kiprah DPRD Perempuan Kabupaten/Kot a Jawa Timur” Sosialisasi hasil riset Pusham Unair Surabaya 2013 Peserta 62 Juwita