• Tidak ada hasil yang ditemukan

Ian Caldwell, Dustin Thomason - Ο Κανόνας των Τεσσάρων

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Membagikan "Ian Caldwell, Dustin Thomason - Ο Κανόνας των Τεσσάρων"

Copied!
558
0
0

Teks penuh

(1)
(2)

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

(3)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Όπως πολλοί από μας, πιστεύω, ο πατέρας μου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του συνενώνοντας τις ψηφίδες μιας ιστορίας που δε θα καταλάβαινε ποτέ. Η ιστορία αυτή άρχισε σχεδόν πέντε αιώνες πριν φύγω εγώ για το πανεπιστήμιο και τελείωσε πολύ μετά το δικό του θάνατο. Μια νύχτα του Νοεμβρίου του 1497, δύο αγγελιοφόροι διέσχισαν με τα άλογά τους την απόσταση από τις σκιερές στοές του Βατικανού ως το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο, έξω από τα τείχη της Ρώμης. Αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα άλλαξε την τύχη τους, κι ο πατέρας μου πίστευε ότι ίσως άλλαζε και τη δική του. Εγώ δεν έδινα ποτέ ιδιαίτερη βάση στις πεποιθήσεις του. Ένας γιος είναι η υπόσχεση που δίνει ο χρόνος σ’έναν άντρα, η εγγύηση που λαμβάνει κάθε πατέρας πως, μια μέρα, ό,τι θεωρεί πολυτιμότερο θα χαρακτηριστεί επουσιώδες και πως το πιο προσφιλές του άτομο στον κόσμο θα παρανοήσει τα λόγια του. Αλλά ο πατέρας μου, καθηγητής πανεπιστημίου και μελετητής της Αναγέννησης ανέκαθεν πίστευε στην «αναγέννηση» και ως έννοια. Αφηγούνταν τόσο συχνά την ιστορία των δύο αγγελιοφόρων ώστε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου, δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεχάσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι διαισθανόταν πως περιείχε ένα πολύτιμο μάθημα, μια αλήθεια που τελικά θα μας συνέδεε άρρηκτα. Οι αγγελιοφόροι είχαν σταλεί στο παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο για να παραδώσουν μια επιστολή. Ο ευγενής που

(4)

8 τους την εμπιστεύτηκε τους προειδοποίησε να μην την ανοίξουν επί ποινή θανάτου. Ήταν κλεισμένη με τέσσερις σφραγίδες από μαύρο κερί και περιείχε ένα μυστικό που ο πατέρας μου θα ξόδευε τρεις δεκαετίες της ζωής του για ν' ανακαλύψει. Αλλά εκείνη την εποχή η Ρώμη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι, το αίσθημα της τιμής της είχε χαθεί προσωρινά και δεν είχε αποκατασταθεί ακόμα. Η οροφή της Καπέλα Σιξτίνα εξακολουθούσε να είναι διακοσμημένη μ' έναν έναστρο ουρανό και κατακλυσμιαίες βροχές είχαν ξεχειλίσει τον Τίβερη, ξεβράζοντας στις όχθες του ένα τέρας με σώμα γυναίκας και κεφάλι γαϊδάρου, όπως διατείνονταν οι γηραλέες χήρες. Οι δύο άπληστοι ιππείς, ο Ροντρίγκο κι ο Ντονάτο, αγνόησαν την προειδοποίηση του κυρίου τους. Ζέσταναν τις κέρινες σφραγίδες στη φλόγα ενός κεριού κι άνοιξαν το γράμμα για να μάθουν το περιεχόμενο του. Πριν ξεκινήσουν για το παρεκκλήσι έκλεισαν ξανά την επιστολή, αντιγράφοντας τη σφραγίδα του ευγενούς με τόση προσοχή, ώστε θα ήταν αδύνατο να μαντέψει κανείς ότι ο φάκελος είχε παραβιαστεί. Αν ο κύριος τους δεν είχε πολύ ανώτερη ευφυία, οι δυο αγγελιοφόροι θα είχαν σίγουρα επιζήσει. Γιατί δεν ήταν οι σφραγίδες που ξεσκέπασαν τον Ροντρίγκο και τον Ντονάτο - ήταν το πηχτό μαύρο κερί με το οποίο είχαν φτιαχτεί. Όταν έφτασαν στο παρεκκλήσι, οι δύο άντρες συνάντησαν ένα λιθοδόμο που ήξερε τι περιείχε το κερί εκχύλισμα στρύχνου, ενός δηλητηριώδους φυτού που, όταν έρχεται σε επαφή με τα μάτια, διαστέλλει τις κόρες. Σήμερα το σκεύασμα χρησιμοποιείται στην ιατρική, αλλά εκείνη την εποχή το χρησιμοποιούσαν οι Ιταλίδες κυρίες ως καλλυντικό, επειδή οι διευρυμένες κόρες θεωρούνταν δείγμα

(5)

9 ομορφιάς. Αυτή ακριβώς η συνήθεια προσέδωσε στο φυτό τη δεύτερη, κοινή ονομασία του: «όμορφη γυναίκα» ή μπελαντόνα. Λιώνοντας μία μία τις σφραγίδες, ο Ροντρίγκο κι ο Ντονάτο δεν είχαν καμιά ελπίδα να αποφύγουν την επίδραση του καπνού. Μόλις έφτασαν στο παρεκκλήσι, ο λιθοδόμος τους πήγε σ' ένα λυχνοστάτη κοντά στο ιερό. Όταν οι κόρες τους δε συστάλθηκαν, κατάλαβε τι είχαν κάνει. Οι δύο άντρες προσπαθούσαν ακόμα να τον αναγνωρίσουν με τη θολή όραση τους, όταν ο λιθοδόμος εκτέλεσε τη σαφή εντολή του κυρίου του: γύμνωσε το σπαθί του και τους αποκεφάλισε. Ήταν μια δοκιμασία της αφοσίωσης τους, κι αυτοί είχαν αποτύχει οικτρά. Τη μοίρα του Ροντρίγκο και του Ντονάτο ο πατέρας μου την πληροφορήθηκε από ένα έγγραφο που ανακάλυψε τυχαία λίγο καιρό πριν πεθάνει. Ο λιθοδόμος κάλυψε τα σώματα των αντρών και τα έσυρε έξω από την εκκλησία, σκουπίζοντας το αίμα τους με κουρέλια. Τα κεφάλια τα έχωσε στα δυο σακούλια που κρέμονταν στη σέλα του αλόγου του! τα σώματα τα φόρτωσε στις ράχες των δικών τους αλόγων κι έδεσε τα γκέμια στη σέλα του. Βρήκε την επιστολή στην τσέπη του Ντονάτο και την έκαψε, γιατί ήταν πλαστή και δεν είχε πραγματικό παραλήπτη. Πριν ξεκινήσει, γονάτισε μεταμελημένος μπροστά στην εκκλησία, φρίττοντας με την τρομερή αμαρτία που είχε διαπράξει κατ' εντολή του κυρίου του. Στα μάτια του, οι έξι κολόνες του παρεκκλησίου φάνταζαν σαν μαύρα δόντια. ο απλοϊκός λιθοδόμος παραδέχτηκε ότι τον έπιασε τρέμουλο όταν τις είδε, γιατί, παιδάκι ακόμα, καθισμένος πάνω σε γηραλέες χήρες, διδάχτηκε ότι ο ποιητής Δάντης είχε δει την κόλαση κι

(6)

10 ότι η τιμωρία των χειρότερων αμαρτωλών ήταν να συνθλίβονται αιώνια στα σαγόνια του Ιο 'mperador del doloroso regno*. Ίσως τελικά ο Άγιος Λαυρέντιος να τινάχτηκε ξαφνιασμένος από τον τάφο του βλέποντας το αίμα στα χέρια του δύστυχου άντρα και να τον συγχώρεσε. Ή, ίσως, δεν υπήρξε συγχώρεση και, όπως οι άγιοι και οι μάρτυρες της σημερινής εποχής, ο Λαυρέντιος να έμεινε αινιγματικά βουβός. Αργότερα εκείνη τη νύχτα, ενεργώντας πάντα σύμφωνα με τις εντολές του κυρίου του, ο λιθοδόμος πήγε τα σώματα του Ροντρίγκο και του Ντονάτο σ' ένα σφαγέα. Ίσως είναι προτιμότερο να μην προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τι απέγιναν τα πτώματα. Τα μέλη των δύο αντρών σκορπίστηκαν στους δρόμους, ελπίζω, για να μαζευτούν στα κάρα των οδοκαθαριστών ή να φαγωθούν από τα σκυλιά πριν καταλήξουν μέσα σε κάποια κρεατόπιτα... Αλλά ο σφαγέας βρήκε τρόπο να αξιοποιήσει και τα κεφάλια των δύο αντρών. Ένας ντόπιος φούρναρης, ένας άντρας που σίγουρα είχε το διάβολο μέσα του, τ' αγόρασε από το σφαγέα και τα έβαλε μέσα στο φούρνο του πριν φύγει για τη νύχτα. Βλέπετε, εκείνη την εποχή, οι χήρες της γειτονιάς είχαν τη συνήθεια να χρησιμοποιούν δωρεάν τους φούρνους των αρτοποιών μόλις έπεφτε το σκοτάδι, όσο ήταν ακόμα ζεστή η χόβολη. όταν έφτασαν εκείνο το βράδυ, ούρλιαξαν από τον τρόμο και σχεδόν λιποθύμησαν βλέποντας τι υπήρχε μέσα στο φούρνο. Αρχικά, η μοίρα των δύο αντρών φαίνεται πολύ κακή – να χρησιμοποιούνται για μια χοντροκομμένη φάρσα σε γριές

(7)

11 γκιόσες. Εντούτοις, ο τρόπος που πέθαναν απέφερε πολύ μεγαλύτερη φήμη στον Ντονάτο και τον Ροντρίγκο απ’ όση θ' αποκτούσαν ποτέ εν ζωή. Γιατί οι χήρες κάθε πολιτισμού είναι οι θεματοφύλακες της μνήμης του, κι αυτές που βρήκαν τα κεφάλια μέσα στο φούρνο του αρτοποιού δεν ξέχασαν ποτέ το περιστατικό. Ακόμα κι όταν ο αρτοποιός ομολόγησε την πράξη του, οι χήρες πρέπει να συνέχισαν να εξιστορούν την ανατριχιαστική ανακάλυψη τους στα παιδιά της Ρώμης που, τουλάχιστον για μία γενιά, θυμούνταν το θρύλο των ανεξήγητων κεφαλιών εξίσου ζωντανά όσο το τέρας που ξέβρασαν τα φουσκωμένα νερά του Τίβερη. Και, μόλο που η ιστορία των δύο αγγελιοφόρων τελικά θα ξεχνιόταν, ένα γεγονός παραμένει πέρα από κάθε αμφιβολία: ο λιθοδόμος έκανε καλά τη δουλειά του. Όποιο κι αν ήταν το μυστικό του κυρίου του, δε βγήκε ποτέ από το παρεκκλήσι του Σαν Λορέντζο. Το πρωί μετά τη δολοφονία του Ντονάτο και του Ροντρίγκο, καθώς οι οδοκαθαριστές στοίβαζαν βρομιές κι εντόσθια στα κάρα τους, κανείς δεν αντιλήφθηκε το διπλό φονικό. Η αργή μετεξέλιξη της ομορφιάς σε σήψη και πάλι σε ομορφιά συνεχίστηκε και, σαν τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος, το αίμα του κακού πότισε τη ρωμαϊκή γη κι επέφερε την αναγέννηση. Πεντακόσια χρόνια θα περνούσαν μέχρι ν' ανακαλύψει κάποιος την αλήθεια. Όταν πέρασαν οι πέντε αιώνες, κι ο θάνατος βρήκε ένα καινούριο ζευγάρι αγγελιοφόρων, εγώ τελείωνα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

(8)

12

1

ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΡΑΓΜΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ. Βαραίνει περισσότερο πάνω σ' αυτούς που έχουν το μικρότερο απόθεμα. Τίποτα δεν είναι πιο ελαφρύ από το να είσαι νέος, με ολάκερο τον κόσμο στους ώμους σου. σου δίνει μια τόσο συναρπαστική αίσθηση δυνατοτήτων, ώστε είσαι σίγουρος πως υπάρχει κάτι πιο σημαντικό που θα μπορούσες να κάνεις αντί να μελετάς για τις εξετάσεις. Μπορώ να δω τον εαυτό μου τώρα, το βράδυ που άρχισαν όλα. Είμαι μισοξαπλωμένος στον παλιό κόκκινο καναπέ του δωματίου μας στη φοιτητική εστία και παιδεύομαι με τον Παβλόφ και τους σκύλους του σ' ένα βιβλίο εισαγωγής στην ψυχολογία, απορώντας γιατί δεν πήρα το μάθημα στο πρώτο έτος, όπως όλοι. Στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά μου είναι πεταμένα δύο γράμματα- καθένα απ’ αυτά περιέχει κι από ένα όραμα για τον επόμενο χρόνο της ζωής μου. Είναι Μεγάλη Παρασκευή, έχει πέσει η νύχτα! είναι ένας ψυχρός Απρίλιος στο Νιου Τζέρσεϊ και, καθώς μου απομένει μόλις ένας μήνας μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου, δε διαφέρω από κανέναν άλλο στην τάξη του 1999: δυσκολεύομαι να ξεκολλήσω το μυαλό μου από το μέλλον. Ο Τσάρλι κάθεται στο πάτωμα δίπλα στο ψυγειάκι παίζοντας με το επιτραπέζιο παιχνίδι «Ο Σαίξπηρ σε Μαγνήτες» που άφησε κάποιος στο δωμάτιο μας την περασμένη βδομάδα. Το μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ που πρέπει να διαβάσει για την τελική εργασία του στη λογοτεχνία είναι ορθάνοιχτο στο πάτωμα δίπλα του, με τη

(9)

13 ράχη του τσακισμένη, σαν πατημένη πεταλούδα, ενώ εκείνος σχηματίζει φράσεις με τις Σαιξπηρικές λέξεις στους μαγνήτες. Αν τον ρωτήσεις γιατί δε μελετάει, θ' απαντήσει μ' ένα γρύλισμα ότι είναι άσκοπο. Κατά τη γνώμη του, η λογοτεχνία δεν είναι παρά μια οργανωμένη απάτη, κάτι σαν τον «παπά» για μορφωμένους: αυτό που βλέπεις δεν είναι ποτέ το πραγματικό. Για κάποιον με τόσο σαφή κλίση στις θετικές επιστήμες όπως ο Τσάρλι αυτό αποτελεί το απόγειο της διαστροφής. Το φθινόπωρο θα συνεχίσει τις σπουδές του στην ιατρική, αλλά εμείς ακόμα υπομένουμε την γκρίνια του για το χαμηλό βαθμό του στις εξετάσεις λογοτεχνίας του Μαρτίου. Ο Γκιλ μας ρίχνει μια πλάγια ματιά και χαμογελάει. Παριστάνει ότι μελετάει για ένα διαγώνισμα στα οικονομικά, αλλά η τηλεόραση παίζει το Πρόγευμα στο Τίφανις, κι ο Γκιλ έχει μανία με τις παλιές ταινίες, ιδιαίτερα μ' αυτές στις οποίες πρωταγωνιστεί η Όντρεϊ Χέπμπορν. Η συμβουλή του στον Τσάρλι ήταν απλή: αν βαριέσαι να διαβάσεις το βιβλίο, δες την ταινία στο βίντεο. Κανείς δε θα καταλάβει τη διαφορά. Πιθανότατα έχει δίκιο, αλλά ο Τσάρλι βλέπει κάτι ανέντιμο στην ιδέα και, έτσι κι αλλιώς, θα του στερούσε τη δυνατότητα να παραπονιέται για τη δόλια φύση της λογοτεχνίας. Έτσι, αντί για την Ντέιζι Μπιουκάναν, βλέπουμε για άλλη μια φορά τη Χόλι Γκολάιτλι*. * Οι ηρωίδες αντίστοιχα των κινηματογραφικών μεταφορών των ομώνυμων μυθιστορημάτων ο Υπέροχος Γκάϊομπι (του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ) και του Πρωινού στο Τίφανις (του Τρούμαν Κάποτε). (Σ.τ.Μ.)

(10)

14 Απλώνω το χέρι μου κι αναδιατάσσω μερικές από τις λέξεις του Τσάρλι γράφοντας τη φράση Να αποτύχει κανείς ή να μην αποτύχει: Ιδού η απορία. Ο Τσάρλι σηκώνει το κεφάλι του και μου ρίχνει μια επικριτική ματιά. Παρότι κάθεται στο πάτωμα κι εγώ στον καναπέ, βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο ύψος. Όταν στεκόμαστε δίπλα δίπλα, θυμίζει Οθέλο που παίρνει αναβολικά: είναι μαύρος, ζυγίζει εκατόν εφτά κιλά και χει ύψος ένα κι ενενήντα οχτώ, - το κεφάλι του ξύνει τα ταβάνια. Αντιθέτως, εγώ έχω ύψος ένα κι εβδομήντα με παπούτσια. Ο Τσάρλι σπάει πλάκα αποκαλώντας μας Κόκκινο Γίγαντα και Άσπρο Νάνο, επειδή ένας κόκκινος γίγαντας δεν είναι μόνο μεγάλο αστέρι αλλά κι εξαιρετικά φωτεινό, ενώ ένας άσπρος νάνος είναι μικρός, πολύ συμπαγής αλλά και σκοτεινός επίσης. Εγώ του υπενθυμίζω διαρκώς ότι ο Ναπολέοντας είχε ύψος μόλις ένα μέτρο και πενήντα οχτώ εκατοστά -αν και ο Πολ έχει δίκιο όταν λέει πως, αν μετατρέψεις τα γαλλικά πόδια σε αγγλικά, ανακαλύπτεις ότι στην πραγματικότητα ο αυτοκράτωρ ήταν ψηλότερος. Ο μόνος που λείπει από το δωμάτιο αυτή τη στιγμή είναι ο Πολ. Εξαφανίστηκε πριν από κάμποσες ώρες και έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Η κατάσταση ανάμεσα μας υπήρξε κάπως ασταθής τον τελευταίο μήνα και, με τόση ακαδημαϊκή πίεση πάνω του τελευταία, προτίμησε να μελετάει κυρίως στην Άϊβι, τη λέσχη σίτισης στην οποία είναι μέλη αυτός κι ο Γκιλ. Γράφει την πτυχιακή εργασία του, την οποία πρέπει να υποβάλουν όλοι οι τελειόφοιτοι του Πρίνστον για ν' αποφοιτήσουν. Ο Τσάρλι, ο Γκιλ κι εγώ θα είχαμε το ίδιο άγχος, με τη διαφορά ότι οι προθεσμίες των δικών μας

(11)

15 τμημάτων είχαν ήδη έλθει και παρέλθει. Ο Τσάρλι προσδιόρισε μια καινούρια αλληλεπίδραση πρωτεϊνών σε ορισμένους νευροδιαβιβαστές μηνυμάτων κι ο Γκιλ ανέλυσε τις επιπτώσεις ενός ενιαίου φόρου. Όσο για μένα, συνέταξα κακήν κακώς τη δική μου την τελευταία στιγμή, μεταξύ αιτήσεων και συνεντεύξεων για δουλειά! στοιχηματίζω ότι η βιβλιογραφία σχετικά με τον Φρανκενστάϊν δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ χάρη στη δική μου συμβολή. Η πτυχιακή εργασία είναι ένας θεσμός που απεχθάνονται σχεδόν όλοι οι τελειόφοιτοι. Μόνο οι απόφοιτοι μιλούν με νοσταλγία γι' αυτή, σαν να μη θυμούνται τίποτα πιο απολαυστικό απ’ το να παλεύουν να γράψουν μια εργασία εκατό σελίδων, ενώ παράλληλα παρακολουθούν μαθήματα και προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις για την επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Στην πραγματικότητα, η πτυχιακή εργασία είναι μια επαχθής υποχρέωση που κυριολεκτικά σε τσακίζει. Είναι μια εισαγωγή στην ενήλικη ζωή, είπε κάποτε στον Τσάρλι και σ' εμένα ένας καθηγητής κοινωνιολογίας μ' αυτό τον εξοργιστικό τρόπο που έχουν οι καθηγητές να συνεχίζουν τη διάλεξη κι αφού τελειώσει η παράδοση τους: σε αναγκάζει να επωμιστείς κάτι τόσο μεγάλο, ώστε είναι αδύνατο να του ξεφύγεις. Λέγεται υπευθυνότητα, κατέληξε. Δοκιμάστε το να δείτε την εφαρμογή του. Άλλο, βέβαια, που το μόνο πράγμα που «δοκίμασε» εκείνος για να δει «την εφαρμογή του» ήταν μια όμορφη φοιτήτρια, η Κιμ Σίλβερμαν, που έγραφε την εργασία της υπό την καθοδήγηση του. Ήταν θέμα υπευθυνότητας. Δεν μπόρεσα να μη συμφωνήσω με την κουβέντα που είπε ο Τσάρλι τότε: Αν η Κιμ Σίλβερμαν είναι αυτό από το οποίο

(12)

16 δεν μπορούν να ξεφύγουν οι ενήλικες, τότε είμαι μέσα. Αλλιώς, λέω να το ρισκάρω και να παραμείνω νέος κι ανώριμος. Ο Πολ, είναι ο τελευταίος από την τετράδα που δουλεύει ακόμα την εργασία του, και κανείς δεν αμφιβάλλει πως θα είναι η καλύτερη. Εδώ που τα λέμε, μπορεί να είναι η καλύτερη εργασία ολόκληρης της φουρνιάς των τελειοφοίτων - όχι μόνο από το τμήμα Ιστορίας, αλλά απ’ όλα τα τμήματα. Η μαγεία της ευφυίας του είναι ότι έχει μεγαλύτερη υπομονή απ’ οποιονδήποτε έχω γνωρίσει στη ζωή μου, και μ' αυτήν απλώς ξεπερνάει κάθε εμπόδιο. Το να μετρήσεις εκατό εκατομμύρια αστέρια, μου είπε κάποτε, με ρυθμό ένα το δευτερόλεπτο, ακούγεται σαν μια δουλειά που κανείς δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει στη διάρκεια της ζωής του. Η αλήθεια είναι ότι δε θα του έπαιρνε πάνω από τρία χρόνια. Το κλειδί είναι η συγκέντρωση, η θέληση να μην αποσπαστείς. Κι αυτό είναι το χάρισμα του Πολ: μια ενστικτώδης διαίσθηση του πόσα μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος χωρίς βιασύνη. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που όλοι τρέφουν μεγάλες προσδοκίες για την πτυχιακή εργασία του: ξέρουν πόσα αστέρια θα ήταν ικανός να μετρήσει σε τρία χρόνια, και την εργασία του τη δουλεύει σχεδόν τέσσερα. Ενώ ο μέσος φοιτητής επιλέγει συνήθως το θέμα της έρευνάς του στις αρχές του τέταρτου έτους και την τελειώνει ως την ερχόμενη άνοιξη, ο Πολ παλεύει με τη δική του από το πρώτο κιόλας έτος. Κάνα δυο μήνες αφότου άρχισε το πρώτο εξάμηνο, αποφάσισε να αφοσιωθεί σ' ένα σπάνιο κείμενο της Αναγέννησης με τίτλο Hypnerotomachia Poliphili, ένα

(13)

17 γλωσσοδέτη που μόνο εγώ μπορώ να προφέρω σωστά επειδή ο πατέρας μου αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του μελετώντας το. Τρεισήμισι χρόνια μετά και λίγο παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας του, ο Πολ έχει αρκετό υλικό για να γίνει δεκτός και στο πιο απαιτητικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών. Το πρόβλημα είναι ότι πιστεύει πως θα έπρεπε να απολαμβάνω κι εγώ τις ίδιες τιμές. Στη διάρκεια του χειμώνα δουλέψαμε μαζί για ένα διάστημα πάνω στο βιβλίο και σημειώσαμε αρκετή πρόοδο ως ομάδα. Μόνο τότε κατάλαβα κάτι που έλεγε συχνά η μητέρα μου: ότι οι άντρες στην οικογένεια μας είχαν την τάση να ερωτεύονται μερικά βιβλία εξίσου κεραυνοβόλα όσο ερωτεύονται κάποιες γυναίκες. Η υπνερωτομαχία μπορεί να μην είχε ποτέ ιδιαίτερα εξωτερικά θέλγητρα, αλλά έχει την υπόγεια γοητεία μιας άσχημης γυναίκας, τη νωθρή, εθιστική έλξη ενός κρυφού μυστηρίου. Όταν έπιασα τον εαυτό μου να βυθίζεται μέσα στο κείμενο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο του είχε παραδοθεί και ο πατέρας μου, κατάφερα να απαγκιστρωθώ και να τα βροντήξω πριν καταστρέψει το δεσμό μου με μια κοπέλα που άξιζε καλύτερη μεταχείριση. Από τότε η σχέση μου με τον Πολ άλλαξε. Ένας γνωστός του που παρακολουθεί μεταπτυχιακό στο Πρίνστον, ο Μπιλ Στάϊν, τον βοήθησε με την ερευνά του όταν αποσύρθηκα εγώ. Τώρα, καθώς η προθεσμία του κοντεύει να λήξει, ο Πολ έχει γίνει αλλόκοτα επιφυλακτικός. Συνήθως ήταν πολύ πιο ομιλητικός σε σχέση με την έρευνά του, όμως την τελευταία βδομάδα έχει γίνει ιδιαίτερα απόμακρος -όχι μόνο απέναντι'

(14)

18 μου, αλλά κι απέναντι στον Τσάρλι και τον Γκιλ-, αρνούμενος να δώσει την παραμικρή πληροφορία για την πρόοδο του. «Λοιπόν, προς τα πού κλίνεις, Τομ?» ρωτάει ο Γκιλ. Ο Τσάρλι σηκώνει το βλέμμα από το ψυγείο. «Ναι, για πες μας», λέει. «Θα πεθάνουμε από αγωνία μέχρι να μάθουμε». Ο Γκιλ κι εγώ βογκάμε ταυτόχρονα. Η έκφραση που χρησιμοποιεί είναι μια από τις ερωτήσεις που απάντησε λανθασμένα στο τελευταίο διαγώνισμα λογοτεχνίας. Την απέδωσε στο Μόμπι Ντικ αντί για τις Περιπέτειες του Ρόντερι Ράντομ του Τομπάιας Σμόλετ, γιατί του φαινόταν περισσότερο σαν είδος αγκιστριού* παρά σαν συνώνυμο της εναγώνιας αναμονής. Και τώρα δεν μπορούσε να το ξεχάσει. «Ξεπέρασε το, επιτέλους», λέει απαυδισμένος ο Γκιλ. «Πες μου εσύ ένα γιατρό που ξέρει τι είναι το κροσέ!» συνεχίζει την γκρίνια ο Τσάρλι. Πριν προλάβουμε ν' απαντήσουμε, ακούμε θόρυβο απ’ το υπνοδωμάτιο που μοιράζομαι με τον Πολ. Ο συγκάτοικος μου εμφανίζεται ως διά μαγείας στην πόρτα, φορώντας μόνο το μποξεράκι του και μια μακό μπλούζα. «Μόνο έναν?» ρωτάει τρίβοντας τα μάτια του. «Ο Τομπάιας Σμόλετ», συμπληρώνει. «Ήταν χειρουργός». Ο Τσάρλι επιστρέφει στους μαγνήτες του. «Τώρα μάλιστα», μουρμουρίζει. Ο Γκιλ χαχανίζει, αλλά δε λέει τίποτα. * Λογοπαίγνιο που δε μεταφέρεται αυτούσια στα ελληνικά, αφού η λέξη «tenterhook» είναι το κροσέ ή βελονάκι (βελόνα σε σχήμα αγκιστριού), ενώ η έκφραση «be on tenterhooks» σημαίνει «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα». (Σ.τ.Μ.)

(15)

19 «Νομίζαμε ότι ήσουν στην Άϊβι», λέει ο Τσάρλι για να σπάσει τη σιωπή». Ο Πολ κουνάει αρνητικά το κεφάλι, πηγαίνοντας προς το γραφείο του για να πάρει το σημειωματάριο του. Τα αχυρένια μαλλιά του είναι πατικωμένα απ’ τη μια πλευρά, ενώ το πρόσωπο του έχει ακόμα ζάρες από το μαξιλάρι. «Δεν έχει αρκετή ησυχία», απαντάει. «Διάβαζα στο κρεβάτι πάλι. Και με πήρε ο ύπνος». Ζήτημα είναι αν έχει κλείσει μάτι τα δυο τελευταία βράδια, αν όχι περισσότερα. Ο σύμβουλος σπουδών του Πολ, ο δόκτωρ Βίνσεντ Ταφτ, τον πίεζε να υποβάλλει όλο και περισσότερα στοιχεία για την εργασία του κάθε βδομάδα - και, αντίθετα από τους περισσότερους συμβούλους, που αφήνουν τους τελειόφοιτους να ανταποκρίνονται αποκλειστικά στις δικές τους προσδοκίες, ο Ταφτ ήταν πολύ απαιτητικός από την αρχή. «Λοιπόν, δε μας είπες, Τομ», επανέρχεται ο Γκιλ. «Τι αποφάσισες τελικά?» Ρίχνω μια ματιά στο τραπέζι. Μιλάει για τις επιστολές που κρυφοκοιτάζω κάθε τόσο ανάμεσα στις φράσεις του βιβλίου που υποτίθεται ότι μελετάω. Η πρώτη είναι από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και γράφει ότι με δέχονται για ένα διδακτορικό πρόγραμμα στη φιλολογία. Τα βιβλία είναι στο αίμα μου -όπως ακριβώς η ιατρική είναι στο αίμα του Τσάρλι-, κι ένα διδακτορικό από το Σικάγο θα μου ερχόταν κουτί. Η αλήθεια είναι ότι μ' αυτή την επιστολή αποδοχής παιδεύτηκα λίγο παραπάνω απ’ όσο ήθελα, εν μέρει επειδή οι βαθμοί μου στο Πρίνστον ήταν μέτριοι αλλά, κυρίως,

(16)

20 επειδή δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλω να κάνω τελικά, κι ένα καλό μεταπτυχιακό μυρίζεται την αναποφασιστικότητα όπως ένα σκυλί μυρίζεται το φόβο. «Τσίμπα το παραδάκι», λέει ο Γκιλ, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από την Όντρεϊ Χέπμπορν. Ο Γκιλ είναι γιος ενός τραπεζίτη από το Μανχάταν. Το Πρίνστον δεν υπήρξε ποτέ προορισμός γι' αυτόν ήταν απλώς μια θέση σε παράθυρο με θέα, μια στάση στη διαδρομή του για τη Γουόλ Στριτ. Απ’ αυτή την άποψη είναι μια καρικατούρα του εαυτού του, ωστόσο καταφέρνει πάντα να χαμογελάει όταν τον τσιγκλάμε υπερβολικά γι' αυτό. Θα συνεχίσει χαμογελαστός την πορεία του για την προεδρική καρέκλα της τράπεζας, αυτό το ξέρουμε όλοι ακόμα κι ο Τσάρλι, που σίγουρα θα πλουτίσει ως γιατρός, ούτε στον ύπνο του δε θα δει τους μισθούς που θα εισπράττει ο Γκιλ. «Μην τον ακούς», λέει ο Πολ από την άλλη άκρη του δωματίου. «Ακολούθα την καρδιά σου». Τον κοιτάζω ξαφνιασμένος. νόμιζα ότι ήταν πλήρως απορροφημένος από την εργασία του. «Εγώ επιμένω, ακολούθα τα λεφτά», επιμένει ο Γκιλ και σηκώνεται να πάρει ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο. «Πόσα σου δίνουν?» ρωτάει ο Τσάρλι, παίρνοντας για μια στιγμή το βλέμμα του από τους μαγνήτες. «Σαράντα ένα χιλιάρικα το χρόνο», μαντεύει ο Γκιλ, κάνοντας μερικές ελισαβετιανές λέξεις να κατρακυλήσουν από την πόρτα του ψυγείου όπως την κλείνει. «Με πρόσθετες παροχές άλλα πέντε, συν δικαιώματα σε μετοχές».

(17)

21 Το εαρινό εξάμηνο είναι η περίοδος που οι τελειόφοιτοι αναζητούν θέσεις εργασίας, και το 1999 υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Σαράντα μία χιλιάδες δολάρια το χρόνο είναι σχεδόν τα διπλά απ’ όσα περίμενα να κερδίζω με το ταπεινό πτυχίο φιλολογίας μου αλλά, σε σύγκριση με μερικές συμφωνίες που είδα να κλείνουν συμφοιτητές μου, θα 'λέγε κανείς ότι η πρόταση ήταν μόλις αποδεκτή. Παίρνω την επιστολή της Δαίδαλος, μιας εταιρείας του Τέξας που δραστηριοποιείται στο Διαδίκτυο και ισχυρίζεται ότι έχει το πιο προηγμένο λογισμικό για τη βελτιστοποίηση της εταιρικής μηχανοργάνωσης. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα περί «εταιρικής μηχανοργάνωσης», πόσο μάλλον για την ίδια την εταιρεία, αλλά ένας φίλος που μένει πιο κάτω στο διάδρομο με συμβούλεψε να πάω στη συνέντευξη και, καθώς κυκλοφορούσαν φήμες για πολύ γενναιόδωρους πρώτους μισθούς σ' αυτή την άγνωστη ανερχόμενη επιχείρηση του Τέξας, πήγα. Ακολουθώντας τη γενική τάση, η Δαίδαλος δεν έδωσε καμία σημασία στο γεγονός ότι δεν ήξερα το παραμικρό γι' αυτούς ή το αντικείμενο τους. Αν μπορούσα να λύσω μερικές σπαζοκεφαλιές σε μια συνέντευξη και να φαίνομαι αρκετά σαφής και φιλικός στην πορεία, η θέση ήταν δική μου. Μ' αυτή τη σειρά, λοιπόν, μπόρεσα, τις έλυσα και την έκανα δική μου. «Κοντά έπεσες», είπα, διαβάζοντας ξανά την επιστολή. «Σαράντα τρεις χιλιάδες το χρόνο. Τρεις χιλιάδες δώρο με την υπογραφή της σύμβασης. Και χίλια πεντακόσια δικαιώματα σε μετοχές». «Κι ένα λαγό με πετραχήλι», προσθέτει ο Πολ από την άλλη άκρη του δωματίου. Είναι ο μόνος που συμπεριφέρεται λες

(18)

22 και το να μιλάς για λεφτά είναι ρυπαρότερο κι από το να τ' αγγίζεις. «Ματαιότης ματαιοτήτων». Ο Τσάρλι μετακινεί πάλι τους μαγνήτες πάνω στο ψυγείο. Μιμείται τη βροντερή, βαθιά φωνή του ιερέα της εκκλησίας του, ενός κοντούλη μαύρου από την Τζόρτζια που μόλις πήρε το πτυχίο Θεολογίας από το Πρίνστον. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». «Να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, Τομ», λέει ανυπόμονα ο Πολ, αν και αποφεύγει το βλέμμα μου. «Όποια εταιρεία θεωρεί ότι αξίζεις τέτοιο μισθό, αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπήσει. Εδώ δεν ξέρεις καν το αντικείμενο τους!» Σκύβει πάλι στο σημειωματάριο του και συνεχίζει να γράφει. Όπως οι περισσότεροι προφήτες, είναι γραφτό του να αγνοείται. Ο Γκιλ φαίνεται απορροφημένος από την ταινία, αλλά ο Τσάρλι γυρίζει και με κοιτάζει, προσέχοντας το δηκτικό τόνο του Πολ. Τρίβει σκεφτικός το αξύριστο σαγόνι του και ξαφνικά λέει: «Εντάξει, τέρμα οι κουβέντα, Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να απελευθερώσουμε λίγο ατμό». Για πρώτη φορά, ο Γκιλ αποστρέφει τα μάτια από την τηλεόραση. Προφανώς έπιασε ό,τι κι εγώ: την έμφαση που έδωσε ο Τσάρλι στη λέξη «ατμό». «Τώρα?» τον ρωτάω. Ο Γκιλ κοιτάζει το ρολόι του και συμπαρατάσσεται αμέσως με τον Τσάρλι. «Σε μισή ωρίτσα θα έχουμε γυρίσει», αποφαίνεται και δείχνει έμπρακτα την προθυμία του κλείνοντας την τηλεόραση σ' ένα κοντινό της Όντρεϊ. Ο Τσάρλι κλείνει μ' ενθουσιασμό τον Φιτζέραλντ του, αλλά η τσακισμένη ράχη του βιβλίου ξανανοίγει στη σελίδα την

(19)

23 οποία υποτίθεται ότι διάβαζε. Εκνευρισμένος, το πετάει δίπλα μου στον καναπέ. «Εγώ έχω δουλειά», διαμαρτύρεται ο Πολ. «Πρέπει να τελειώσω κάποτε...» Μου ρίχνει μια επικριτική ματιά. «Τι έγινε?» τον ρωτάω. Όμως εκείνος παραμένει σιωπηλός. «Τι πρόβλημα έχετε, κορίτσια?» ρωτάει ανυπόμονα ο Τσάρλι. «Μα, έξω χιονίζει ακόμα», λέω με στόμφο. Η πρώτη χιονοθύελλα της χρονιάς χτύπησε με λύσσα σήμερα την πόλη, τη στιγμή που η άνοιξη φαινόταν κουρνιασμένη στην άκρη κάθε κλαδιού. Τώρα τα δελτία καιρού προειδοποιούν για τριάντα πόντους χιόνι, ίσως και περισσότερο. Μέχρι και οι πασχαλινές εορταστικές εκδηλώσεις του πανεπιστημίου, που φέτος περιλαμβάνουν τη διάλεξη της Μεγάλης Παρασκευής από το μεγάλο και τρανό Βίνσεντ Ταφτ, αναδιοργανώθηκαν. Με τον άνεμο να λυσσομανάει και τη θερμοκρασία να κατρακυλάει ιλιγγιωδώς, οι συνθήκες δεν είναι καθόλου κατάλληλες γι' αυτό που έχει κατά νου ο Τσάρλι. «Δε θα συναντήσεις τον Κάρι πριν απ’ τις οχτώμισι, έτσι δεν είναι?» ρωτάει ο Γκιλ τον Πολ προσπαθώντας να τον πείσει. «Θα είμαστε πίσω πολύ νωρίτερα. Μπορείς να δουλέψεις παραπάνω το βράδυ». Ο Ρίτσαρντ Κάρι, ένας εκκεντρικός παλιός φίλος του πατέρα μου και του Ταφτ, είναι ο μέντορας του Πολ από το πρώτο κιόλας έτος. Τον έφερε σ' επαφή με μερικούς από τους διαπρεπέστερους ιστορικούς τέχνης παγκοσμίως και

(20)

24 χρηματοδότησε το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του για την υπνερωτομαχία. Ο Πολ ζυγίζει το σημειωματάριο στο χέρι του. Και μόνο που το κοιτάζει, η κούραση σκοτεινιάζει ξανά τα μάτια του. Ο Τσάρλι διαισθάνεται ότι είναι έτοιμος να ενδώσει. «Θα έχουμε τελειώσει ως τις οχτώ παρά τέταρτο», λέει. «Πώς θα χωριστούμε?» ρωτάει ο Γκιλ. Ο Τσάρλι το σκέφτεται μια στιγμή. «Ο Τομ θα ρθει μαζί μου», δηλώνει τελικά. Αυτό που θα παίζαμε ήταν μια νέα παραλλαγή ενός παλιού αγαπημένου παιχνιδιού στο Πρίνστον: ένας αγώνας μεταξύ δύο ομάδων με αεροβόλα και σφαίρες μπογιάς μέσα στις δαιδαλώδεις σήραγγες ατμού κάτω από την πανεπιστημιούπολη, ο οποίος βασίζεται στην ταχύτητα των παικτών. Εκεί κάτω, οι αρουραίοι είναι περισσότεροι από τις λάμπες, η θερμοκρασία ξεπερνάει τους τριάντα πέντε βαθμούς στην καρδιά του χειμώνα και η περιοχή είναι τόσο επικίνδυνη, ώστε απαγορεύεται η καταδίωξη ακόμα και στους «ασφαλίτες», την αστυνομία του πανεπιστημίου. Ο Τσάρλι κι ο Γκιλ συνέλαβαν αυτή τη φοβερή ιδέα στη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου του δεύτερου έτους. Πηγή της έμπνευσης τους στάθηκε ένας παλιός χάρτης που βρήκαν ο Γκιλ κι ο Πολ στη λέσχη Άϊβι, κι ένα παιχνίδι που έπαιζε εκεί κάτω ο πατέρας του Γκιλ με τους φίλους του όταν τελείωναν τις σπουδές τους εδώ. Η καινούρια αυτή παραλλαγή αποκτούσε ολοένα και περισσότερους οπαδούς, ώσπου έγινε μανία σε μια ντουζίνα σχεδόν μέλη της Άϊβι και σε σχεδόν όλους τους συναδέλφους του Τσάρλι στις Πρώτες Βοήθειες. Όλοι ξαφνιάστηκαν όταν ο Πολ έγινε ένας από

(21)

25 τους καλύτερους πλοηγούς του παιχνιδιού. μόνο εμείς οι τρεις δεν απορήσαμε, ξέροντας πόσο συχνά χρησιμοποιούσε τις σήραγγες για να πηγαινοέρχεται μονάχος στην Άϊβι. Ωστόσο, σταδιακά, το ενδιαφέρον του για το παιχνίδι ξεθυμανε. Κανείς άλλος δεν έβλεπε τις στρατηγικές προεκτάσεις του, τη δυνατότητα τακτικών ελιγμών. Έτσι, δεν ήταν εκεί όταν μια άστοχη βολή τρύπησε μια σωλήνα ατμού στη διάρκεια ενός μεγάλου αγώνα στην καρδιά του χειμώνα. Με την έκρηξη έλιωσε η μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων σε μήκος τριών μέτρων από κάθε πλευρά, και θα είχε κάνει ψητούς δύο πιωμένους πρωτοετείς, αν ο Τσάρλι δεν είχε προλάβει να τους τραβήξει στην άκρη. Οι «ασφαλίτες» τους έκαναν τσακωτούς και, τις επόμενες μέρες, ο κοσμήτορας έριξε ένα χείμαρρο αυστηρών ποινών. Λίγο αργότερα ο Τσάρλι είχε τη φαεινή ιδέα ν' αντικαταστήσει τα αεροβόλα με τις σφαίρες μπογιάς με κάτι ταχύτερο αλλά λιγότερο επικίνδυνο: ένα παλιό σετ με όπλα λέιζερ που αγόρασε από ένα ιδιωτικό παζάρι στην αυλή ενός σπιτιού. Ωστόσο, όσο πλησιάζει η μέρα της αποφοίτησης, η διοίκηση έχει επιβάλει πολιτική μηδενικής ανοχής σε πειθαρχικές παραβάσεις. Η σύλληψη μας στις σήραγγες απόψε θα μπορούσε να σημάνει ακόμα και αποβολή. Στο μεταξύ, ο Τσάρλι μπαίνει στο υπνοδωμάτιο που μοιράζεται με τον Γκιλ και βγάζει ένα μεγάλο σακίδιο, κι ένα δεύτερο, το οποίο πασάρει σε μένα. Στο τέλος φοράει το σκουφί του.

(22)

26 «Για το Θεό, Τσάρλι», αναφωνεί ο Γκιλ, «δε θα μείνουμε πάνω από μια ώρα εκεί κάτω! Πιο λίγα συμπράγκαλα κουβαλούσα στις ανοιξιάτικες διακοπές!» «Έσο έτοιμος», λέει ο Τσάρλι, περνώντας το μεγαλύτερο από τα δύο σακίδια στους ώμους του. «Αυτό είναι το σύνθημα μου». «Δικό σου και όλων των προσκόπων», μουρμουρίζω. «Της τάξης των Αετών, παρακαλώ», διορθώνει ο Τσάρλι, για να μου θυμίσει ότι ποτέ δεν ξεπέρασα τα λυκόπουλα. «Άντε, κυρίες, είστε έτοιμες?» διακόπτει ο Γκιλ, που στέκεται ήδη στην πόρτα. Ο Πολ, ντυμένος πλέον, παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και νεύει καταφατικά. Μπαίνει μια στιγμή στο υπνοδωμάτιο μας για να πάρει το βομβητή του και τον κρεμάει στη ζώνη του. Στην πρόσοψη του Ντοντ, του κτιρίου της πανεπιστημιούπολης όπου μένουμε, ο Τσάρλι κι εγώ χωριζόμαστε απ’ τον Γκιλ και τον Πολ. Θα μπούμε στις σήραγγες από διαφορετικά σημεία και θα συνεχίσουμε μέχρι η μία ομάδα να εντοπίσει την άλλη και να την «εξουδετερώσει». «Είσαι ο πρώτος μαύρος πρόσκοπος που γνωρίζω», λέω στον Τσάρλι όταν παίρνουμε το δρόμο προς το κέντρο της πανεπιστημιούπολης. Το χιόνι είναι πυκνότερο και πιο παγερό απ’ όσο περίμενα. Σφίγγω το μπουφάν του σκι πάνω μου και χώνω τα χέρια μου σε γάντια. Ο Τσάρλι χαμογελάει. «Δεν πειράζει», αποκρίνεται. «Κι εσύ είσαι το πρώτο λευκό μανούλι που συναντώ».

(23)

27 Η πορεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη περνάει μέσα σε παραζάλη. Μέρες τώρα, με την αποφοίτηση τόσο κοντά και έχοντας μόλις παραδώσει την πτυχιακή εργασία μου, ο κόσμος φαντάζει στα μάτια μου σαν ένα πανδαιμόνιο ξέφρενης δραστηριότητας -πρωτοετείς να τρέχουν βιαστικά σε νυχτερινές παραδόσεις, δευτεροετείς και τριτοετείς να δακτυλογραφούν τις τελευταίες παραγράφους εργασιών τους σε πνιγηρά εργαστήρια με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τώρα νιφάδες χιονιού παντού στον ουρανό, να περιδινίζονται στον άνεμο πριν καλύψουν τη γη. Όσο ξεμακραίνουμε απ’ το Ντοντ, αρχίζει να με πονάει το πόδι μου. Εδώ και χρόνια η ουλή στο μηρό μου «προβλέπει» τις αλλαγές του καιρού έξι ώρες αφού έχει γίνει η εκάστοτε αλλαγή. Είναι το αναμνηστικό ενός παλιού ατυχήματος. Λίγο μετά τα δέκατα έκτα γενέθλια μου είχα ένα τροχαίο δυστύχημα που μ' έριξε σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου για το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού μετά τη δευτέρα λυκείου. Οι λεπτομέρειες είναι πλέον συγκεχυμένες στο μυαλό μου, αλλά η μία και μοναδική σαφής ανάμνηση που έχω από κείνη τη νύχτα είναι η θέα του αριστερού μηριαίου οστού μου να σπάει και να διαπερνάει το μυ, ώσπου η μια του άκρη ξεπρόβαλε σαν λεπίδα μέσα από τη σάρκα. Μόλις που πρόφτασα να τη δω πριν λιποθυμήσω από το σοκ. Επίσης έσπασαν και τα δύο οστά του αριστερού μου πήχη, καθώς και τρία πλευρά από την ίδια πλευρά. Σύμφωνα με τους τραυματιοφορείς που με ανέλαβαν, μόλις που πρόλαβαν να σταματήσουν την αιμορραγία της αρτηρίας για να με σώσουν. Μέχρι να βγάλουν εμένα από τα συντρίμμια, όμως, ο πατέρας μου, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, ήταν νεκρός.

(24)

28 Το δυστύχημα αυτό με άλλαξε, φυσικά: ύστερα από τρεις χειρουργικές επεμβάσεις, δύο μαρτυρικούς μήνες ανάρρωσης και την εκδήλωση πόνων που εμφανίζονται σαν φαντάσματα σε κάθε αλλαγή του καιρού, έστω και με εξάωρη καθυστέρηση, είχα ακόμα μεταλλικά καρφιά μέσα στα κόκαλα μου, μια ουλή κατά μήκος του μηρού κι ένα αλλόκοτο ρήγμα στη ζωή μου, που φαινόταν να μεγαλώνει όσο περνούσε ο καιρός. Στην αρχή ήταν τα διαφορετικά ρούχα - εσώρουχα και παντελόνια σε μικρότερο νούμερο μέχρι να ξαναπάρω βάρος, και μετά διαφορετικά στιλ ντυσίματος για να κρύβω το μόσχευμα στο μηρό μου. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι είχε αλλάξει και η οικογένεια μου, με πρώτη και κυριότερη τη μητέρα μου, που είχε κλειστεί στον εαυτό της, αλλά και τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου, τη Σάρα και την Κρίστεν, που έμεναν όλο και λιγότερες ώρες στο σπίτι. Και, εντέλει, άλλαξαν και οι φίλοι μου - ή, μάλλον, εγώ ήμουν αυτός που τους άλλαξε. Δεν είμαι σίγουρος αν ήθελα φίλους που με καταλάβαιναν καλύτερα ή με έβλεπαν διαφορετικά - τέλος πάντων δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα, πάντως οι παλιοί μου φίλοι, όπως ακριβώς τα παλιά μου ρούχα, απλώς δε μου ταίριαζαν πια. Αυτό που όλοι αρέσκονται να λένε στα θύματα είναι ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ο καλύτερος γιατρός, σου λένε, λες και πρόκειται για χαρισματικό άτομο. Ωστόσο, ύστερα από έξι χρόνια που είχα στη διάθεση μου να σκεφτώ το θέμα, σχημάτισα πολύ διαφορετική άποψη. Ο χρόνος είναι ο τύπος στο λούνα παρκ που ζωγραφίζει μπλουζάκια με πιστολάκι βαφής. Ψεκάζει το χρώμα δημιουργώντας ένα λεπτό σύννεφο, ώσπου δεν είναι παρά μοναχικά μόρια που

(25)

29 αιωρούνται, περιμένοντας τη στιγμή που θα επικαθίσουν σε μια επιφάνεια. Το τελικό αποτέλεσμα, το σχέδιο πάνω στο μπλουζάκι όταν ολοκληρωθεί η δουλειά, συνήθως είναι μια σαχλαμάρα. Υποθέτω ότι όποιος αγοράζει αυτό το μπλουζάκι, ο ένας σπουδαίος, τακτικός πελάτης αυτού του ατελεύτητου λούνα παρκ, όποιος κι αν είναι, ξυπνάει το πρωί κι αναρωτιέται τι στην ευχή τού βρήκε και το πήρε. Εμείς είμαστε το χρώμα σ' αυτή την αναλογία, όπως χρειάστηκε να εξηγήσω στον Τσάρλι κάποτε που του το ανέφερα. Κι ο χρόνος είναι αυτός που μας διασπείρει. Ίσως είναι πιο κατανοητό όπως το έθεσε ο Πολ, λίγο καιρό αφού γνωριστήκαμε. Από τότε ήταν φανατικός της Αναγέννησης. στα δεκαοχτώ του χρόνια ήταν ήδη πεπεισμένος ότι ο πολιτισμός έχει πάρει την κατρακύλα από τότε που πέθανε ο Μιχαήλ Άγγελος. Είχε διαβάσει όλα τα βιβλία του πατέρα μου επί του θέματος και μου συστήθηκε λίγες μέρες αφότου άρχισαν τα μαθήματα του πρώτου έτους, αφού αναγνώρισε το μεσαίο όνομα μου στην επετηρίδα των πρωτοετών. Η αλήθεια είναι ότι έχω πολύ ασυνήθιστο μεσαίο όνομα, το οποίο, τουλάχιστον για κάποιες περιόδους της παιδικής ηλικίας μου, έφερα σαν θηλιά στο λαιμό μου. Ο πατέρας μου ήθελε να μου δώσει το όνομα του αγαπημένου του συνθέτη, ενός άσημου Ιταλού μουσικού του δέκατου έβδομου αιώνα χωρίς τον οποίο, έλεγε, δε θα υπήρχε ποτέ ο Χάϊντν και, ως εκ τούτου, ούτε ο Μότσαρτ. Η μητέρα μου, αντίθετα, αρνούνταν να εκδώσουν το πιστοποιητικό γέννησης όπως το ήθελε εκείνος, επιμένοντας ως τη στιγμή της πανηγυρικής άφιξης μου στον κόσμο ότι το Αρκάντζελο Κορέλι Σάλιβαν παραήταν

(26)

30 φρικαλέο, -κάτι σαν τρικέφαλο τέρας για να το φορτώσουν στους ώμους ενός αθώου παιδιού. Εκείνη προτιμούσε το Τόμας, το όνομα του πατέρα της, το οποίο, αν και υστερούσε σε πρωτoτυπία, υπερτερούσε σαφώς σε διακριτικότητα. Έτσι, όταν άρχισαν οι ωδίνες, επιδόθηκε σε μια παρελκυστική τακτική -όπως την ονόμασε η ίδια- μέσα στην αίθουσα τοκετού, εμποδίζοντας με να βγω στον κόσμο ώσπου ο πατέρας μου αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Σε μια στιγμή απόγνωσης μάλλον παρά έμπνευσης, έγινα ο Τομ Κορέλι Σάλιβαν, και αυτό το όνομα μου έμεινε διά βίου. Η μητέρα μου έλπιζε ότι θα κατάφερνα να το κρύβω ανάμεσα στα άλλα δύο, όπως χώνουμε τη σκόνη κάτω από το χαλί. Αλλά ο πατέρας μου, που έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στα ονόματα, έλεγε πάντα ότι το Κορέλι χωρίς το Αρκάντζελο ήταν σαν Στραντιβάριους χωρίς χορδές. Διατεινόταν ότι ο μόνος λόγος που έκανε το χατίρι της μητέρας μου ήταν επειδή διακυβεύονταν πολύ περισσότερα απ’ όσα ομολογούσε εκείνη. Συνήθιζε να λέει χαμογελώντας ότι η «παρελκυστική τακτική» της οργανώθηκε στη γαμήλια κλίνη, όχι στο κρεβάτι του τοκετού. Ο πατέρας μου ήταν ο τύπος του άντρα που πιστεύει ότι μια συμφωνία που συνάπτεται μέσα στην έξαρση του πάθους ήταν η μόνη αποδεκτή δικαιολογία για μια κακή απόφαση. Μίλησα για όλα αυτά στον Πολ μερικές βδομάδες αφότου γνωριστήκαμε. «Έχεις δίκιο», συμφώνησε όταν του είπα τη μικρή μεταφορά μου με το πιστολάκι βαφής. «Ο χρόνος δεν είναι δα κανένας Ντα Βίντσι». Το σκέφτηκε λίγο κι έπειτα χαμογέλασε με το

(27)

31 χαρακτηριστικό γλυκό τρόπο του. «Ούτε καν ένας Ρέμπραντ. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια φτηνή έκδοση του Τζάκσον Πόλοκ». Ο Πολ φαινόταν να με καταλαβαίνει από την αρχή. Και οι τρεις φαίνονταν να με καταλαβαίνουν: ο Πολ, ο Τσάρλι και ο Γκιλ. Τώρα ο Τσάρλι κι εγώ στεκόμαστε σε μια ανθρωποθυρίδα μπροστά στο Γυμναστήριο Ντίλον, νότια της πανεπιστημιούπολης. Το μπάλωμα με το έμβλημα των Philadelphia 76ers, της αγαπημένης του ομάδας στο μπάσκετ, κρέμεται μισοξηλωμένο από τον πλεκτό σκούφο του. Από πάνω μας, κάτω από το χτυπητό κίτρινο μάτι μιας λάμπας νατρίου, νιφάδες χιονιού στροβιλίζονται σε τεράστια σύννεφα. Περιμένουμε. Ο Τσάρλι αρχίζει να εκνευρίζεται επειδή δύο δευτεροετείς που στέκονται απέναντι στο δρόμο μας τρώνε πολύτιμο χρόνο. «Πες μου τι υποτίθεται ότι κάνουμε εδώ», του λέω. Ένα φωτάκι αναβοσβήνει στο ρολόι του και τραβάει την προσοχή του. «Τώρα είναι 7:07. Οι ασφαλίτες αλλάζουν βάρδια στις 7:30. Έχουμε είκοσι τρία λεπτά στη διάθεση μας». «Πιστεύεις ότι μας φτάνουν είκοσι λεπτά για να τους πιάσουμε?» «Σίγουρα», απαντάει. «Αν καταφέρουμε να μαντέψουμε πού είναι». Ο Τσάρλι κοιτάζει πάλι τις δευτεροετείς απέναντι. «Άντε, λοιπόν, κορίτσια!» Η μία, οπαδός προφανώς του ρητού «μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος», φοράει ανοιξιάτικη πλισέ φούστα, λες και το χιόνι την αιφνιδίασε καθώς ντυνόταν. Η άλλη, μια

(28)

32 Περουβιανή την οποία γνωρίζω από έναν ενδοπανεπιστημιακό διαγωνισμό, φοράει το πορτοκαλί αδιάβροχο της ομάδας κολύμβησης και καταδύσεων. «Ξέχασα να τηλεφωνήσω στην Κέιτι», λέω ξαφνικά. Ο Τσάρλι γυρίζει προς το μέρος μου. «Είναι τα γενέθλια της σήμερα. Έπρεπε να της πω τι ώρα θα πάω από κει». Η Κέιτι Μάρτσαντ, δευτεροετής, έχει εξελιχτεί σταδιακά στην κοπέλα που δε μου άξιζε να βρω. Ο ολοένα σημαντικότερος ρόλος που παίζει στη ζωή μου είναι ένα γεγονός που ο Τσάρλι αποδέχεται θυμίζοντας στον εαυτό του ότι οι έξυπνες γυναίκες έχουν συχνά απαίσιο γούστο στους άντρες. «Της πήρες δώρο?» με ρωτάει. «Ναι». Σχηματίζω ένα ορθογώνιο με τα χέρια μου. «Μια φωτογραφία από κείνη την γκαλερί στο...» Νεύει καταφατικά. «Τότε δεν πειράζει αν δεν της τηλεφωνήσεις». Ακολουθεί ένας ήχος σαν γρύλισμα, σαν πνιχτό γελάκι. «Εξάλλου, μάλλον θα έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της τώρα». «Τι θέλεις να πεις?» Ο Τσάρλι απλώνει το χέρι του και πιάνει μερικές νιφάδες χιονιού. «Σήμερα είναι η πρώτη χιονόπτωση της χρονιάς. Άρα, οι Γυμνοί Ολυμπιακοί». «Χριστέ μου, τους ξέχασα!» Οι Γυμνοί Ολυμπιακοί είναι μια από τις πλέον ξακουστές παραδόσεις του Πρίνστον. Κάθε χρόνο, το βράδυ της πρώτης χιονόπτωσης, οι δευτεροετείς συγκεντρώνονται στο προαύλιο του Χόλντερ Χολ. Περιστοιχισμένοι από κτίρια της

(29)

33 φοιτητικής εστίας ξέχειλα από θεατές απ’ όλη την πανεπιστημιούπολη συρρέουν κοπαδιαστά, εκατοντάδες από δαύτους και, με την ηρωική αδιαφορία λεμουριών, πετάνε τα ρούχα τους και τρέχουν γύρω γύρω σαν τρελοί. Είναι ένα τελετουργικό που πρέπει να κρατάει από τις παλιές εποχές του κολεγίου, τότε που στο Πρίνστον φοιτούσαν αποκλειστικά άντρες και η μαζική γύμνια ήταν μια έκφραση της αρσενικής υπεροχής, όπως το κατούρημα σε όρθια στάση ή η διεξαγωγή του πολέμου. Αλλά μόνο όταν μπήκαν στο παιχνίδι και οι γυναίκες αυτή η διασκεδαστική κλοτσοπατινάδα έφτασε στο απόγειο της δόξας της, έγινε το γεγονός του ακαδημαϊκού έτους που κανείς δεν έπρεπε να χάσει. Ως και τηλεοπτικές κάμερες έρχονται να καταγράψουν το γεγονός, με φορτηγάκια που φέρουν δορυφορικά πιάτα και λογότυπα καναλιών από μέρη όπως η Φιλαδέλφεια και η Νέα Υόρκη. Και μόνο η σκέψη των Γυμνών Ολυμπιακών συνήθως ανάβει μια φωτιά κάτω από τους παγερούς χειμωνιάτικους μήνες, αλλά φέτος, που είναι η σειρά της Κέιτι να συμμετάσχει, με απασχολεί περισσότερο η διατήρηση της φλόγας στην οικογενειακή εστία. «Είσαι έτοιμος?» ρωτάει ο Τσάρλι μόλις οι δύο δευτεροετείς επιτέλους απομακρύνονται. Σέρνω το πόδι μου πάνω στο κάλυμμα της ανθρωποθυρίδας, καθαρίζοντας το χιόνι. Εκείνος γονατίζει και χώνει τους δείκτες του στα ανοίγματα του καλύμματος. Το χιόνι καταπνίγει το θόρυβο του ατσαλιού πάνω στην άσφαλτο όπως το σέρνει στην άκρη. Εγώ ελέγχω άλλη μια φορά το δρόμο πάνω κάτω.

Referensi

Dokumen terkait

Gangguan komunikasi ini secara tidak langsung akan mengakibatkan bahaya terhadap keselamatan dan kesehatan tenaga kerja, karena tidak mendengar teriakan atau isyarat

Hasil kuisoner diperoleh penilaian responden terhadap Penilaian pretasi karyawan berdasarkan pada kualitas dan kuantitas kerja .: adalah: 22.5 % menyatakan sangat setuju sekali, 27.5

Rumusan masalah pada penelitian ini yaitu apakah ada hubungan antara stres dengan tekanan darah pada lansia hipertensi di Posyandu Lansia Puskesmas Kasihan

NILAI TAMBAH PRODUK OLAHAN BERBAHAN BAKU SALAK PONDOH SKALA INDUSTRI RUMAH TANGGA DI DESA DONOKERTO.. KECAMATAN TURI

Analisis data dengan menggunakan Uji One-Way ANOVA menunjukkan laju pertumbuhan lamun Syringodium isoetifolium pada metode Polybag tidak terdapat perbedaan yang

Eksperimen al-Biruni, bahwa seluruh partikel, besar ataupun kecil, ditarik oleh gaya gravitasi oleh pusat mayapada merupakan penemuan ilmiah yang signifikan.. Tanpa penemuan

Madeg ing nagari Astina, prabu Pandhudewanata, miyos ing pandhapi ingadhep ingkang putra faden Puntadewa tuwin patih Jayayitna, miwah para punggawa pepak, kasaru dha- tengipun

Penelitian ini akan mengkaji mengenai peluang mekanisme kontrak antara artis dan manajemen yang melibatkan pranata trust dalam pengelolaan harta kekayaan artis, dan