• Tidak ada hasil yang ditemukan

05121993 - 7 ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Membagikan "05121993 - 7 ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Copied!
26
0
0

Teks penuh

(1)

KYPIAKH 5 ΔEKEMBPIOY 1993

2-19

AΦIEPΩMA

 O Eλλην ζωγράφος Γιάννης Tσαρούχης. Mαρ-τυρίες για τη ζωή και το έργο του μεγάλου δημι-ουργού και στοχαστή.  Tα παιδικά χρνια. H ζωή του στην οδ Λουκά Pάλλη και οι δεσμοί του με τον Πειραιά. Oι πρώτες δημιουργίες. Aρχισε να ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική σε ηλι-κία επτά ετών κάνοντας εικνες αγίων.  Kαραγκιζης και Σπα-θάρης. Πώς γνώρισε τον μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη στην Kηφισιά.  Tαξίδι στην Πλη. H γνωριμία του με τον Kε-μάλ, στις εκδηλώσεις του «Mπαλκάν Φεστιβαλί» τον Oκτώβριο του 1934.  Σκηνοθεσία και φωτο-γραφία. Φωτογράφησε πρ-σωπα και τοπία, τα οποία υπήρξαν πηγή έμπνευσης στη ζωγραφική του.  Aπ τον Kαΐμη στην Eσκενάζυ. Στο στέκι της οδού Δώρου μαζί με τον Kντογλου και τον Ξυγγ-πουλο. Προσκύνημα στο Aγιον Oρος. «H αληθινή θρη-σκεία δεν έχει ναούς, δεν έχει τίποτα δικ της, γιατί είναι λα δικά της».  H γνωριμία με τον Kουν. H συνεργασία των δύο δημιουργών, το 1934, για την παράσταση της «Eρωφίλης».

20

KPITIKH

Kριτική Θεάτρου και δί-σκων.

21

BIBΛIO

Nέες εκδσεις.

22

ΘEAMATA

Kινηματογράφοι και Θέα-τρα.

23

ΓEYΣEIΣ

Oίνος ο Aγαπητς. Συντα-γή μαγειρικής.

24-31

THΛEOPAΣH

Kριτική. Eρτζιανά. Tο πργραμμα της εβδομά-δας. Yπεύθυνος «Eπτά Hμερών»: BHΣ. ΣTAYPAKAΣ

A

ΦIEPΩMA

O Eλλην ζωγράφος

Γιάννης Tσαρούχης

Mαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού και στοχαστή

O Γιάννης Tσαρούχης υπαγορεύει στον Aλέξη Σαββάκη, στην αυλή του σπιτιού του στο Mαρούσι το 1988. (Φωτογραφία του Στέλιου Σκοπελίτη).

«IΩANNHΣ TΣAPOYXHΣ YΠO AΛEΞIOY ΣABBAKH» είναι το νέο βιβλίο για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Eλληνα ζωγράφου και στοχαστή που θα κυκλο-φορήσει σε λίγες μέρες απ" τις εκδ"-σεις «Kαστανιώτη». Συγγραφέας του ο Aλέξης Σαββάκης, ο άνθρωπος που για χρ"νια ολ"κληρα έχει ζήσει απ" πολύ κοντά τον Γιάννη Tσαρούχη. Tο βιβλίο δεν συνιστά μια επιστημο-νική κατάθεση στην Iστορία της Tέ-χνης ούτε μια κριτική εμβάθυνση-απο-τίμηση στον σπουδαίο Eλληνα ζωγρά-φο. Eίναι πρώτα απ’ "λα κατάθεση ψυ-χής - μαρτυρίες για πρ"σωπα και κατα-στάσεις, για τον κ"σμο, τον τ"σο μα-κριν" και ταυτ"χρονα τ"σο κοντιν", του Γιάννη Tσαρούχη. Ποια η ζωή, το έργο, οι αγωνίες του ζωγράφου; Ποια τα σημαντικά πρ"σωπα στη ζωή του; Ποιες οι σημαντικές ημερομηνίες του; Ποιες οι σχέσεις του με την ορθο-δοξία, την Π"λη και το Aγιον Oρος; Πώς, τέλος, γεννήθηκε ένα τέτοιο βι-βλίο; «Hταν», λέει ο Aλέξης Σαββάκης, «μια επιθυμία που γεννήθηκε μέσα μου την ίδια κι"λας μέρα του θανάτου του, "ταν άρχισα να συνειδητοποιώ πως εξέλιπε πια οριστικά ως φυσική παρουσία. Iσως αυτή η αντίδραση να ή-ταν και η άμυνά μου μπρος στο πανικ" του κενού, του ποτέ ξανά. Θέλησα λοι-π"ν να καταθέσω σε κοιν" ταμείο τις αναμνήσεις μου, ",τι δηλαδή η στενή κοινωνία μαζί του επί πολλά χρ"νια εί-χε φέρει. Hθελα να επεκτείνω έτσι την παρουσία του για μένα και για "σους θα τους παρηγορούσε να ακούν γι’ αυ-τ"ν. Kάπως σαν για να παραμυθήσω τη λύπη των κοινών φίλων, ήθελα να διη-γηθώ δικές μου αναμνήσεις. Kαι σκε-πτ"μουν πως κοντά σ’ αυτούς που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον θαύ-μασαν, ίσως να χρησιμεύσουν οι ανα-μνήσεις αυτές και σε εκείνους που στο μέλλον θα τον ανακαλύψουν και θα εν-διαφερθούν να μάθουν περισσ"τερα για τη ζωή και το έργο του. Γιατί είναι βέβαιο πως το μέλλον έχει συμμαχήσει μαζί του απ" παλιά, απ" τ"τε που νέος ακ"μη θα αισθαν"ταν ασφαλώς τα θαρρυντικά κεντήματα και τους κνη-σμούς της αθανασίας». Tο βιβλίο, που αποσπάσματά του προδημοσιεύουμε, αποτελείται απ" η-μερολογιακές σημειώσεις σύγχρονα γραμμένες με τα γεγον"τα που περι-γράφει ο συγγραφέας. Συχνά μιλάει ο ίδιος ο Tσαρούχης μέσα απ" κείμενα που υπαγ"ρευε στον Aλέξη Σαββάκη και που σχετίζονται με την πολύτιμη α-νησυχία της ψυχής του, ως καλλιτέ-χνη, ως ανθρώπου, αλλά κυρίως, και πάνω απ’ "λα, ως Eλληνα που τίποτε δεν θεωρεί πιο τιμαλφές απ" την αγά-πη του για την Eλλάδα. Kαι για ",τι έζη-σε κι ",τι έκανε αυτή η αγάπη αποτε-λούσε το σημείο αναφοράς· ήταν το κέντρο των συναισθημάτων του, των διανοημάτων του και των ενεργειών του. Γιατί, ίσως, κανένας δεν αφου-γκραζ"ταν τους π"νους αυτού του τ"-που και δεν πονούσε τ"σο για την πα-ρακμή του "σο εκείνος. T"σο, που τα παράπονα και οι σαρκασμοί δεν ήταν στο τέλος-τέλος παρά αυτοσαρκασμοί και κραυγές αγάπης δυνατής και απε-γνωσμένης. «Eπιχειρώντας να γράψω για τη ζωή του», λέει ο συγγραφέας, «προτίμησα να περιγράψω τον κ"σμο –πρ"σωπα και καταστάσεις– που τον συγκίνησαν και που ο κ"σμος αυτ"ς τον αντανα-κλά και τον υποδεικνύει καθαρ"τερα. Tο προσπάθησα αυτ" ως ελάχιστο χρε-ωστικ" ευχαριστίας. O Tσαρούχης άλ-λωστε ανήκει στα εξαιρετικά εκείνα "-ντα που δεν περιγράφο"-νται κι ούτε φωτογραφίζονται τ"σο εύκολα».

(2)

O ΓIANNHΣ TΣAPOYXHΣ γεννήθηκε στον Πειραιά στις 31 Δεκεμβρίου 1909 (παλαι ημερολγιο). Hταν δεύ-τερο παιδί του έμπορου απ την Aρκαδία Aθανασίου Tσαρούχη, και της Mαρίας Mοναρχίδη που καταγ-ταν απ Ψαριανούς πρσφυγες που μετά την καταστροφή των Ψαρών εί-χαν καταφύγει στη Σύρο. Tο 1916 εγγράφεται για τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στο εκπαιδευτή-ριο Mακρή. Aκολουθούν οι Γυμνα-σιακές σπουδές στο A΄ Γυμνάσιο Aθηνών. Aπ πολύ νωρίς ενδιαφέρε-ται για τη ζωγραφική. Tο 1918 σε ηλικία οκτώ ετών ζω-γραφίζει το πρώτο έργο, ένα παστέλ με καράβια. Aπ το 1920 ώς το 1925, διάστημα που οι γονείς του λείπουν στην Eλβετία για λγους υγείας της αδελ-φής του, φιλοξενείται με τον μικρ αδελφ του Mάριο στο σπίτι της θεί-ας του, αδελφής της μητέρθεί-ας του Δέσποινας Mεταξά. Eίναι ένα νεο-κλασικ κτίριο του Bαυαρού αρχιτέ-κτονα Eρνέστο Tσίλερ που η νεοκλα-σική σκηνική του φαντασμαγορία με διακοσμήσεις ζωγραφικές και αετώ-ματα θα ερεθίσει απ ττε την ποιη-τικτητα του νεαρού Tσαρούχη και με τον υπλοιπο νεοκλασικ Πειραιά της εποχής θα τον ακολουθεί, σ’ λη του τη ζωή, καθορίζοντας αποφασι-στικά την καλλιτεχνική του ψυχο-σύνθεση, αποτελώντας ακένωτη πη-γή έμπνευσης. Tο 1920 επισκέπτεται με τη μητέρα του το Δαφνί που ττε ακμη λει-τουργούσε ως μοναστήρι και εντυ-πωσιάζεται απ τα βυζαντινά μωσαϊ-κά. Λίγες μέρες μετά, σε δεύτερη ε-πίσκεψη, κάνει το αντίγραφο της πα-ράστασης με την προσευχή της Aγίας Aννης. Tο 1927 η οικογένεια εγκαθίσταται στην Aθήνα. Tον ίδιο χρνο εγγρά-φεται στο Πολυτεχνείο που αργτε-ρα ονομάσθηκε A.Σ.K.T. Δάσκαλοί του ήταν ο Δ. Mπισκίνης, ο Δ. Γερα-νιώτης, ο Σ. Bικάτος, ο B. Mποκα-τσιάμης, ο Iακωβίδης και αργτερα ο Kωνσταντίνος Παρθένης. Συμαθητής του στη σχολή ήταν ο Διαμαντής Διαμαντπουλος και στα δύο τελευ-ταία χρνια η Nίκη Kαραγάτση. Tο 1927 γνώρισε τον Kντογλου και ενάμιση χρνο αργτερα τον α-κολούθησε ως μαθητής. Aπ τον K-ντογλου γνώρισε την παρέα με τον Nίκο Kαζαντζάκη, την Γαλάτεια την Eλλη Aλεξίου τον Mάρκο Aυγέρη, τον Kώστα Bάρναλη. Tην ίδια εποχή γνώρισε τον Kριστιάν Zερβ, τον Πα-παλουκά, τον Πικιώνη, τον Δούκα, τον Eγγονπουλο, τον Σωτήρη Σπα-θάρη, τον Aναστάσιο Oρλάνδο και τον Aνδρέα Ξυγγπουλο, την Aγγελι-κή Xατζημιχάλη και την Aθηνά Tαρ-σούλη, τον Aγγελο και την Eύα Σικε-λιανού, τον Nτίνο Δοξιάδη. Tο 1928 γνώρισε τον Φώτη Πολίτη που του ανέθεσε να κάνει τα σκηνι-κά για την «Πριγκίπισσα Mαλένα» του Mορίς Mέτερλινγκ που ανέβαζε η Δραματική Σχολή του Eθνικού Θε-άτρου. Tον ίδιο χρνο τη μεσολαβήσει του Kντογλου γνωρίζεται με τον ηθο-ποι και τεχνοκράτη Nίκο Bέλμο, στο «Aσυλο Tέχνης» του οποίου εκθέτει μακέτες για το έργο του Eυριπίδη «Φνισσες». Tο 1929 πρωτοεμφανίζεται ως ζω-γράφος συμμετέχοντας σε έκθεση για την παλιά Aθήνα στο «Aσυλο Tέ-χνης». Tο 1930 γνωρίζεται με την Eλλη Παπαδημητρίου που διηύθυνε το κα-τάστημα «Λαϊκές Tέχνες« προς ενί-σχυση της λαϊκής βιοτεχνίας. Συνερ-γάζεται μαζί της δίνοντας σχέδια υ-φασμάτων επίπλων κεραμικώς. Πλη-θώρα τέτοιων σχεδίων βρίσκονται σήμερα κατά παραχώρησή του στο Mουσείο Mπενάκη. Στο ίδιο μουσείο μελετά την ίδια εποχή τα κοπτικά και τις λαϊκές ενδυμασίες. Tο 1931 ο Φώτος Πολίτης του προ-τείνει μνιμη συνεργασία στο Eθνικ Θέατρο, πρταση που εκείνος απέρ-ριψε. Tον ίδιο χρνο επισκέπτεται με τον Kντογλου τα Mετέωρα για να α-ντιγράψουν τοιχογραφίες του Θεο-φάνους του Kρητς και άλλων βυζα-ντινών αγιογράφων. Tο 1932 με τον Kντογλου ταξι-δεύει στο Aγιο Oρος .Eκεί τον εντυ-πωσιάζουν οι τοιχογραφίες του Mα-νουήλ Πανσέληνου αλλά γοητεύεται κι απ τη μοναστική ζωή. Tο 1933 με τον Kντογλου μένουν για μεγάλο διάστημα στο Mυστρά για συντήρηση και αντιγραφή τοιχογρα-φιών. Tο 1934 αποχωρεί απ το εργαστή-ριο του Kντογλου. Tον ίδιο χρνο γνωρίζεται με τον Kάρολο Kουν και συγκροτούν μαζί την «Eλληνική Λαϊ-κή Σκηνή». Ως πρώτο έργο ανεβά-ζουν την «Eρωφίλη» του Xορτάτζη. H Kοτοπούλη είδε αυτ το έργο και θέ-λησε να τον γνωρίσει. Aμέσως του πρτεινε να κάνει τα κοστούμια στην «Kυρία δε με μέλλει» του Σαρυτού. Tο ίδιο διάστημα η Kατερίνα Aνδρεάδη του πρτεινε επίσης να κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο η «Kυρία με τας Kαμε-λίας». Tον Oκτώβριο του ίδιου χρνου με την ομάδα του Λυκείου των Eλληνί-δων επισκέπτεται την Kωνσταντι-νούπολη για το Mπαλκάν Φεστιβαλί. Πηγαίνοντας για την Πλη το καράβι Eπιμέλεια αφιερώματος AΛEΞHΣ ΣABBAKHΣ «Ποδηλάτης», μεταξοτυπία, 70x50 εκ., Aθήνα, 1983 (1936). Συνέχεια στην 4η σελίδα

AΦIEPΩMA

(3)

πέρασε απ’ τη Σμύρνη που εκεί είδε αληθινούς Zεϊμπέκηδες που ο χορς τους, το Zεϊμπέκικο, τον συνήρπασε. Στην Πλη εντυπωσιάσθηκε απ τα μωσαϊκά στην Aγία Σοφία που μλις είχαν αποκατασταθεί απ το συνερ-γείο του Tμας Oυίτμορ. Tο ίδιο ε-κείνο διάστημα το κτίριο απ τζαμί είχε μετατραπεί σε μουσείο. Tον Δεκέμβριο του ίδιου χρνου ταξιδεύει στο Παρίσι που και παρα-μένει περισστερο απ έτος. Στο Πα-ρίσι επισκέπτεται θέατρα και μελετά σε βιβλιοθήκες και μουσεία. Mε τον ττε φοιτητή της Bυζαντινολογίας Mανώλη Xατζηδάκη κάνουν ατέλειω-τές συζητήσεις φιλοσοφικές και τε-χνοκριτικές. Tο 1935 γνωρίζεται με τον Στρατή Eλευθεριάδη (Tεριάντ). Aρχές 1936 επιστρέφει στην Eλλά-δα. Περνώντας απ την Iταλία επι-σκέπτεται την Πομπηία. Mετά το Πα-ρίσι αλλάζει το ζωγραφικ του κλίμα που ώς ττε το σφράγιζε η θητεία του στον Kντογλου και η ευσυνεί-δητη γνωριμία του με τις βυζαντινές ρίζες των νεοελλήνων. H βυζαντινή γοητεία βέβαια δεν θα τον εγκατα-λείψει ποτέ ακμα κι ταν ζωγραφί-ζει αναγεννησιακά. Oι εξωτερικές φρμες ίσως να αλλάζουν αλλά ο ί-διος παραμένει αυτ που είναι· δη-λαδή βυζαντινς, νεοέλληνας. Aπλώς θα γίνει πιο «εσωτερικς» στην αναζήτηση του βυζαντινού ι-δεώδους. Kαι θα φθάσει εκεί που η ουσία κυριαρχεί καταργώντας τη μορφή. «Oι ποδηλάτες» είναι έργα αυτής της περιδου, αλλά και πορτρέτα, καθιστές φιγούρες, γυμνά. Tο 1937 κάνει τα σκηνικά για την Kοτοπούλη στα έργα «Eλισάβετ του Josset, «Kάντιτα» του Shaw και «Στέλα Bιολάντη» του Ξενπουλου. Kαι στο τέλος του ίδιου χρνου κά-νει το «Aφιέρωμα της Στρίγγλας» του Σαίξπηρ για την Kατερίνα Aνδρεάδη. Tο 1938 κάνει την πρώτη του ατο-μική έκθεση σε ένα άδειο κατάστημα στην οδ Nίκης. Γνωριμία της περι-δου είναι η Bιβίκα Zήση μετέπειτα Eμπειρίκου. Tο 1939 στο σαλνι της Σοφίας Σπανούδη γνωρίζει τη Mαρία Kάλλας που ττε λεγταν Mαρία Kαλογερο-πούλου. O Παντελής Πρεβελάκης εί-ναι γνωριμία της ίδιας περιδου. Eπί-σης ο Γιάννης Pίτσος και ο Δημήτρης Mητρπουλος. Tο 1940 με την κήρυξη του ελλη-νοϊταλικού πολέμου, επιστρατεύε-ται. Φεύγει για την Aλβανία. Mε την κατάρρευση του μετώπου επιστρέ-φει στην Aθήνα που μέσα στη γενι-κή μιζέρια προσπαθεί να επιβιώσει δουλεύοντας στο θέατρο ή εργαζ-μενος ως συντηρητής εικνων δια-φρων ιδιωτικών συλλογών (Xαροκ-που, Λοβέρδου, Γεωργάκη και άλ-λων). O ποιητής Aνδρέας Eμπειρίκος είναι γνωριμία αυτής της περιδου. Eπίσης η ζωγράφος Θάλλεια Φλωρά Kαραβία. O Θάνος Mούραιη Bελού-διος, ο Oδυσσέας Eλύτης και ο Mά-νος Xατζηδάκις. Στο θίασο της Kατερίνας εργάσθη-κε για τα σκηνικά και τα κοστούμια στα έργα «Σουπιά» του Mπαλζάκ, «Mικρ Eϋνλ» του Iψεν, «Hρακλεί-δες» του Eυριππίδη. «Kυρία δε με μέλλει» του Σαρντού. Tην ίδια περίο-δο δίδαξε σε ιδιωτικά μαθήματα ζω-γραφική. Tο 1945 δούλεψε στο Eθνικ τον «Θείο Bάνια» του Tσέχωφ σε σκηνο-θεσία του Kουν. Tην «Kλυταιμνή-στρα» του Aλεξ. Mάτσα, τον «Aλκι-βιάδη» του Θεοτοκά. Mακέτες απ’ αυτά τα έργα και άλλων που δεν εξε-τελέσθησαν, παρουσιάστηκαν δύο χρνια μετά στον «Pμβο» στη γωνία Λεωφρου Aμαλίας και Oθωνος. Tο 1947 κάνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην αίθουσα «Πούην» οδς Kριεζώτου. Tο 1949 συμμετέχει σε έκθεση της καλλιτεχνικής Oμάδας «Aρμς». Tο 1950 γνωρίζεται με τον Aλέξαν-δρο Iλα και δύο χρνια μετά, υπο-γράφει συμβλαιο με την «Iolas Gallery». Tο 1951 εκθέτει στο Παρίσι στη «Galerie d’ Art du Foubourg». H ίδια έκθεση μεταφέρεται στο Λονδίνο στην «Redfern Gallery». Στο Λονδίνο γνωρίζει τον μουσικ Γιάννη Xρή-στου. Tην ίδια περίοδο στο σπίτι του Tεριάντ στην Kυανή Aκτή που φιλο-ξενείται, συναντά τον Mατίς, τον Tζιακομέτι, τον Σαγκάλ, τον Mπρακ, τον Λοράνς και τον Kαρτιέ Mπρεσν. Παρέα της εποχής είναι και η Λητώ Kατακουζηνού, παλιά του φίλη απ τον Πειραιά και ο άνδρας της, Aγγε-λος Kατακουζηνς, φίλοι λοι και του Tεριάντ. Tο 1952 εκθέτει στο Bρετανικ Συμβούλιο. Tην ίδια εποχή συνεργά-Στρατής Eλευθεριάδης (Tεριάντ) και Γιάννης Tσαρούχης στο σπίτι του πρώτου στο Παρίσι το 1978. Συνέχεια απ την 3η σελίδα Σάμουελ Mπέκετ, Γιάννης Tσαρούχης και Φίλιππος Tάρλοου στο Mαρούσι το 1966.

AΦIEPΩMA

(4)

ζεται με τη Δώρα Στράτου που ττε συγκροτεί τον μιλο των Λαϊκών χο-ρών. Oι γνώσεις του για τα λαϊκά κο-στούμια αξιοποιούνται απ’ τη Στρά-του. Tο 1953 δίδαξε στη Δραματική Σχολή Σταυράκου. Tο 1954 εξέθεσε έργα του στην «Πανελλήνιο Eκθεση». Tον ίδιο χρ-νο εργάσθηκε στον κινηματογράφο για την ταινία του Mιχάλη Kακογιάν-νη «Xαρούμενο ξύπKακογιάν-νημα». Eργα αυτής της περιδου είναι οι γυναίκες σε φυσικ μέγεθος με λαϊ-κές ενδυμασίες (Bλάχες). Tα καφε-νεία, οι ναύτες. Kτίρια νεοκλασικά. Στο θέατρο του Kήπου έκανε τον «Pωμαίο και Iουλιέττα». Tο 1955 ερ-γάσθηκε για την ταινία «Στέλλα». Eργο των ίδιων χρνων είναι ο «Pοζ Nαύτης» της συλλογής. Tο 1956 εκλέγεται μαζί με τον Γ. Mπουζιάνη και τον A. Kοντπουλο, υ-ποψήφιος για το βραβείο Gugg-enheim. Στο θέατρο κάνει τον «Διγε-νή» του Σικελιανού σε σκηνοθεσία Nίκου Xατζίσκου. Tο 1957 φιλοτεχνεί για τον Iλα την «Ξεχασμένη φρουρά». Tο 1958 παίρνει μέρος στη Mπιενά-λε της Bενετίας. Tον ίδιο χρνο κά-νει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τη «Mήδεια», με τη Mαρία Kάλλας στην περα του Nτάλας στο Tέξας Aμερικής. Kαι την κινηματογραφική ταινία «Tελευταίο ψέμα». Tο 1959 κάνει σκηνικά και κοστού-μια για τους «Oρνιθες» στο Θέατρο Tέχνης σε σκηνοθεσία του Kουν. Tο 1960 κάνει τα σκηνικά στη «Nρμα» με την Kάλλας στο αρχαίο θέατρο της Eπιδαύρου. Kαι στη Bι-τσέντζα της Iταλίας στο Teatro Olympico κάνει τον «Oιδίποδα Tύ-ραννο» σε σκηνοθεσία Mινωτή. Tο 1961 ανεβαίνει η «Mήδεια» στη Σκά-λα του Mιλάνου. Eνώ ανάγεται η γνωριμία με την Nτενμπιλι. Tο 1961-62 με την Kατίνα Παξινού κάνει την «Eπιστροφή της Γηραιάς Kυρίας» και το «Σπίτι της Mπερνάρ-ντα Aλμπα». Tην ίδια περίοδο εργά-ζεται στην Eμπορική Tράπεζα ως καλλιτεχνικς σύμβουλος και διδά-σκει και στη Σχολή Δοξιάδη τη ζω-γραφική. Tο 1965 σε σκηνοθεσία M. Kακο-γιάννη και μετάφραση στα γαλλικά του Σαρτρ κάνει τις «Tρωάδες» του Eυριπίδη στο Tεν Πε της Γαλλίας. Στην Eλλάδα με την Aννα Συνοδινού κάνει στο θέατρο του Λυκαβηττού την «Hλέκτρα». Tο 1966 εκθέσει στην γκαλερί «Mέρλιν» και την ίδια χρονιά στην γκαλερί «Aστορ». Στο Παρίσι λαμβά-νει μέρος σε ομαδική έκθεση με θέ-μα το πορτρέτο στην γκαλερί Kλοντ Mπερνάρ. Tο 1967 στις αρχές κάνει με την Xριστίνα Tσίγκου τις «Eυτυχισμένες μέρες» του Mπέκετ. Mε την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρ-χών φεύγει για τη Γαλλία. Tοι 1969-71 συστήνει με την Λίλα ντε Nμπιλι μια μικρή Aκαδημία που διδάσκουν το σχέδιο και τη ζωγραφι-κή. Tην εποχή αυτή ζωγράφισε τις ε-ποχές της συλλογής Tεριάντ και τις παραλλαγές με τους «Xορούς». Tο 1974 εκθέτει στη Pώμη στην γκαλερί «Il Gabbianorr» Γνωριμία της εποχής ο Λουκίνο Bισκντι, ο Πιέρο Tζι, ο Pμολο Bάλι και άλλοι πολλοί καλλιτέχνες του θεάτρου. Tοι 1975 η ίδια έκθεση παρουσιάζε-ται στην Mπολώνια. Tο 1977 ανεβάζει τις «Tρωάδες» του Eυριπίδη σε δική του μετάφρα-ση, δική του σκηνοθεσία και σκηνο-γραφία. Tο 1978 εκθέτει στην γκαλερί «Zυ-γς» σχέδια κυρίως απ’ τη δεκαετία του ’70. Tο 1979 επισκέπτεται το Bερολίνο. Στο μουσείο Dalem Dorf μελετά τη βουδιστική ζωγραφική της Kεντρικής Aσίας που βρίσκεται εκεί. H χρωματι-κή κλίμακα αυτής της ζωγραφιχρωματι-κής τον επηρεάζει έντονα στη ζωγραφική του των «Zεϊμπέκικων» της περιδου εκείνης. Tον ίδιο χρνο επισκέπτεται τον Aθω. H γνωριμία του με τον μοναχ Iερθεο του δημιουργεί την ατμ-σφαιρα της απλυτης εξοικείωσης με το χώρο. Eκτοτε ώς το θάνατ του επισκέπτεται το Oρος και καθί-σταται πρσωπο οικείο και αγαπητ εν μέσω μοναχών. Tο Aγιον Oρος γί-νεται ο τπος καταφυγής, το ενδιαί-τημά του. Tο 1980 τον Δεκέμβριο έργα της συλλογής Δοξιάδη, οι «Tέσσερεις ε-ποχές» και «Oι μήνες» εκτίθενται στην γκαλερί «Aίθουσα Tέχνης Aθη-νών». Tο 1981 μεγάλη αναδρομική έκθε-ση έργων του γίνεται απ το Mακε-δονικ Kέντρο σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Tον ίδιο χρνο δι-δάσκει μαθήματα ζωγραφικής στο «Iωνικ Kέντρο» στη Xίο κάτι που θα επαναλαμβάνεται κάθε χρνο ώς το 1984. Tον ίδιο επίσης χρνο καταρτί-ζεται το καταστατικ του Iδρύματος Γιάννη Tσαρούχη. Tο 1982 γίνεται η έκθεση με εκθέ-ματα της πρώτης δωρεάς. Tον ίδιο μήνα τον Mάιο στην γκαλερί «Zου-μπουλάκη» εκτίθενται τα «Zεϊμπέκι-κα». Tον ίδιο χρνο ανεβάζει το έργο του Aισχύλου «Eπτά επί Θήβας» στη Θήβα. Tον Oκτώβριο του ίδιου χρ-νου επισκέπτεται την Kωνσταντινού-πολη. Στο Φανάρι συναντά τον επί-σκοπο Xαλκηδνος Mελίτωνα. Tο 1983 επισκέπτεται την Bουλγα-ρία. Tον εντυπωσιάζει η λαϊκή ζω-γραφική σε ταβάνια αρχοντικών, ι-διοκτησίες άλλοτε Eλλήνων της πε-ριοχής. Tο 1988 μια μεγάλη έκθεση με θεα-τρικές μακέτες παρουσιάζεται στο μουσείο Kυκλαδικής Tέχνης. Tο 1989, γεμάτος σχέδια και ορά-ματα για τη ζωή, φεύγει στις 20 Iουλί-ου ο Γιάννης Tσαρούχης.

«Aναχώρηση II», μεταξοτυπία,71X112 εκ., Aθήνα, 1985 (1968).

«O Πανάρετος», μεταξοτυπία, 46,5X34 εκ., Aθήνα, 1984.

(5)

AΦIEPΩMA

Tα παιδικά χρνια

H ζωή του στην οδ Λουκά Pάλλη και οι δεσμοί του με τον Πειραιά

H OIKOΓENEIA Tσαρούχη έμενε στον Πειραιά στην οδ Λουκά Pάλ-λη, στον τελευταίο ροφο ενς τρί-πατου νεοκλασικού σπιτιού. Tα τα-βάνια του ήταν ζωγραφισμένα απ έναν Iταλ, πως άκουγε τους δι-κούς του να λένε. Πολλά ανάγλυφα που δημιουργούσαν οπτική απάτη και σε ένα ωοειδές σχήμα στο κέ-ντρο που πλαισιωνταν απ κυμάτια και άκανθες ήταν ζωγραφισμένη η παράσταση του Aδάμ και του Θεού, αντίγραφο απ το γνωστ έργο του Mιχαήλ Aγγέλου. Στο δωμάτιο της μητέρας του υ-πήρχε ζωγραφισμένη στο ίδιο μέρος η αλληγορία της άνοιξης και στην τραπεζαρία, πάλι μέσα σε μια ροζέ-τα, υπήρχε μια ζωγραφιά που παρί-στανε το άρμα του Hλίου προοπτι-κώς ιδιωμένο κατά πρσωπο. Oι καναπέδες και οι καρέκλες ή-ταν με ψηλές πλάτες και τα χέρια κατέληγαν σε μπρούντζινες λεοντο-κεφαλές. Yπήρχε και μια κονσλα μ’ έναν καθρέφτη Λουδοβίκο IΣT΄. Tα έπιπλα έμοιαζαν μ’ αυτά που έβλεπε στον κινηματογράφο στα φιλμ του βωβού που έπαιζαν η Mπερτίνι, η Mενικέλι, η Mπορέλι και άλλοι.

Πλη μυθική

O Πειραιάς των αρχών του 1900 με τα νεοκλασικά, τους λφους στο βάθος, η θάλασσα με τα χρώματα του απογεύματος, ήταν μια πλη μυθική για τον Tσαρούχη. Eίχε κάτι απ τα φανταστικά τοπία του Γάλ-λου ζωγράφου του 18ου αιώνα Kλω-ντ Λοραίν. Ωραία σπίτια με αετώμτα και κορινθιακούς θριγκούς, με α-γάλματα, περιστύλια και αυλές με φοίνικες. Kαι σ’ λα αυτά μια αρρε-νωπή σοβαρτητα, αυτήν που διέ-κρινες και στα πρσωπα και τα σώ-ματα των ανθρώπων. H ατέρμονη παιδική πλήξη του άνοιγε τα φτερά της φαντασίας. Aτενίζοντας επί ώ-ρες, προσπαθούσε να μαντέψει πώς είναι ο κσμος μακριά, πίσω απ το ωραισχημο μεγαλοπρεπές αέτωμα του Δημοτικού Θεάτρου, γιατί ταν ρωτούσε πού είναι ο κσμος, του έ-λεγαν δείχνοντάς του το αέτωμα πως πίσω απ κει είναι. Oι πρώτες αποδράσεις του Tσα-ρούχη απ το ασφυκτικ αστικ πε-ριβάλλον γίνονταν πέρα απ τα νεο-κλασικά αετώματα, εκεί που υπήρ-χαν τα χαμσπιτα, για να συνατήσει μικρά φτωχπαιδα, καταμελάχρινα αγρια φτωχών βιοπαλαιστών και να παίξει μαζί τους. Eίναι οι πρώτες ε-μπειρίες που θα βοηθήσουν στην κατανηση της λαϊκής ψυχής. O Πειραιάς αυτς είναι η ποιητική περιοχή της τέχνης του Tσαρούχη, κι αυτ το τοπίο θα το ’χει πάντα μέ-σα του. Θυμάμαι τι κάθε φορά που κάτι τον στενοχωρούσε και τον πί-κραινε ήθελε να καταφεύγει στον Πειραιά. Kατεβαίναμε με το τρένο και περιτρέχαμε τους δρμους, ενώ μου μιλούσε αδιάκοπα για τον παλι Πειραιά. Tο νεοκλασικ σπίτι (έργο του Eρνέστου Tσίλερ) της θείας του Δέσποινας Mεταξά που μέσα εκεί έζησε μεγάλο διάστημα, ταν οι γο-νείς του έλειπαν με την άρρωστη α-δελφή του στην Eλβετία, θα αποτε-λέσει το σκηνικ των πρώτων παρα-στάσεων της ζωής του. Tα σαλνια ήταν σχεδιασμένα απ τον Tσίλερ και τα έπιπλα έγιναν απ το βοηθ του Xάιμαν. Στους τοίχους μεγάλες φωτογραφίες κρεμασμένες ψηλά με χρυσοποίκιλτες κορνίζες και πασπαρτού ωοειδή. Xρωμολιθο-γραφίες απ έργα του Γκουίντο Pέ-νι και μνο ένα έργο ζωγραφικής που παρίστανε ένα στρατιώτη κατά τα τρία τέταρτα σε μαύρο φντο. Γι’ αυτ τον άγνωστο που δεν ήταν μέ-λος της οικογένειας αλλά ένα πρ-σωπο φανταστικ έλεγαν τι σκοτώ-θηκε στον πλεμο, κάτι σύμφωνο με τη δραματικτητα και το λυρισμ της εποχής. Aργτερα αναρτήθηκαν διάφορα έργα ζωγραφικής που προ-έρχονταν ίσως απ εξφληση χρέ-ους ή ήταν δώρα. Tα περισστερα ή-ταν δουλεμένα με σπάτουλα και τα χαρακτήριζαν ως «γερμανική ζω-γραφική». Στα σαλνια αυτού του σπιτιού που είχαν στολιστεί με λουλούδια είδε να παντρεύονται οι δύο εξα-δέλφες του, η Θηρεσία και η Σοφία.

Πρώτος θάνατος

O πρώτος θάνατος της οικογένει-ας στο σπίτι αυτ ήταν της θείοικογένει-ας του Δέσποινας που πέθανε το 1918 Πειραιάς 1980. O Γιάννης Tσαρούχης είχε οικοδομήσει εκεί παιδικές φιλίες που κράτησαν μέχρι τα γεράματα. O Γιάννης Tσαρούχης σε ηλικία 7 ετών το 1917. H μητέρα του Mαρία Tσαρούχη το 1917.

(6)

AΦIEPΩMA

και του έκανε εντύπωση το λειτουρ-γικ με τους ιερείς να ψέλνουν γύ-ρω απ το φέρετρο που ήταν τοπο-θετημένο στη μέση της μεγάλης σά-λας πάνω σε βάθρο. Oι πολυέλαιοι και οι καθρέφτες είχαν καλυφθεί με μεγάλα μαύρα πανιά. O ίδιος, μικρ παιδί, οκτώ ετών, προσπαθούσε να κλάψει αλλά δεν μπορούσε γιατί σκεπτταν πως η θεία του ήταν τυ-ραννική και δε λυπταν που πέθανε. Παρ’ λα αυτά μως, για να μην εί-ναι έξω απ το γενικ κλίμα του πένθους, πίεζε τον εαυτ του να βγάλει λίγα δάκρυα. Θυμάται και το θάνατο ενς μικρού κοριτσιού απέ-ναντι απ το δικ τους σπίτι.

Eλευθέριος Bενιζέλος

Σ’ αυτ το σπίτι, είδε στα έξι του και τον Eλευθέριο Bενιζέλο που εί-χε έρθει ως επισκέπτης και ο οποίος τον ρώτησε: «Tι θα γίνεις ταν με-γαλώσεις;» και ο μικρς Tσαρούχης είπε: «Zωγράφος». O Bενιζέλος του ζήτησε ττε με τη σοβαρτητα που καμιά φορά συνομιλούν οι μεγάλοι με τα παιδιά, να του σχεδιάσει το πρσωπο. Eκείνος, ευτυχής αλλά συνεσταλμένος, κάθισε να το κάνει και ο Bενιζέλος για να τον ενθαρρύ-νει του έλεγε: «Για να γίνετε καλς ζωγράφος, πρέπει να κοιτάτε το μο-ντέλο στα μάτια». Kοντά στον ηλεκτρικ σταθμ Πειραιώς ήταν το μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας του πατέρα του. Tο σπί-τι πάνω απ το μαγαζί ήταν ένα κομ-ψ κτίριο διακοσμημένο στην πρ-σοψη με τοιχογραφίες πομπηιανού ύφους που περικλείονταν ανάμεσα σε επιφάνειες που ήταν βαμμένες σε απομίμηση μαρμάρου. Aπ το μπαλκνι του μαγαζιού αυτού είδε να περνούν οι κηδείες των πολιτι-κών Pέπουλη και Δεληγιάννη. O Πειραιάς ήταν γεμάτος Kαστελ-λοριζήτισσες με τις τοπικές τους ενδυμασίες και Ψαριανές που οι άν-δρες τους ήταν ναυτικοί κι ταν κα-μιά φορά χανταν κανείς δικς τους σε ναυάγιο, συγκεντρώνονταν λες, έστρωναν στη μέση του σπιτιού ένα σεντνι, έβαζαν επάνω το καπέλο και τα ρούχα του κι άρχιζαν το ψα-ριαν μοιρολι. Oσο μικρς και ανί-δεος κι αν ήταν μέσα στο αστικ έως μεγαλοαστικ του περιβάλλον, ο μι-κρς Tσαρούχης καταλάβαινε πως εκτς απ τον κσμο που κατοικού-σε στα σπίτια αυτά που έμοιαζαν με παλάτια, υπήρχε κι ένας άλλος κ-σμος που οι άλλοι αστοί είχαν κατα-δικάσει σε ανυπαρξία.

Φτωχς λας

H «ευρωπαϊκή» αντίληψη είχε ε-πηρεάσει τα πάντα, αλλά παρ’ λα αυτά κάπως επιφανειακά. Δίπλα σ’ αυτ τον κσμο των εξευρωπαϊσμέ-νων αστών υπήρχε ο λας, την υπε-ροχή του οποίου γρήγορα αντιλή-φθηκε ο Tσαρούχης· ο φτωχς λας που κρατούσε ακμη τα ελληνικά ή και τα ρωμαϊκά έθιμα πως αυτά ε-ξελίχθηκαν και αλλοιώθηκαν με τις περιπέτειες της αυτοκρατορίας, προτού ο αρχαιολογικς νεοκλασι-κισμς ξεσηκώσει τα μυαλά των Eλλήνων μαζί με τη μανία του «ευ-ρωπαϊκού». O λας δεν είχε μείνει τελείως ανεπηρέαστος αλλά φιλ-τράριζε και τα φιλτραρίσματά του είχαν ένα νημα βαθύ. O αστς αλλοίωνε, μπαστάρδευε απ ατζαμοσύνη, δεν είχε ούτε πνευματικές ούτε φιλοσοφικές ικα-ντητες για να φιλτράρει. «Aυτς ο λας», λέει ο Tσαρούχης, «πολύ γρήγορα γίνηκε ο δάσκαλς μου και ο σύμβουλς μου και μου έμαθε πα-λιούς τρπους αυθεντικούς. Tο τι ε-πιτρέπεται και τι δεν εε-πιτρέπεται, πτε πρέπει να επαναστατείς και πτε χι. Oι καλοί τρποι της αστι-κής τάξης είναι τρποι θεατρικοί, ε-πιπλαιοι, καινούργιοι, με σκοπ να κρατήσουν σε απσταση το φτωχ λα που τσα είχε να της δώσει. Για-τί η ανερχμενη αστική τάξη στην Eλλάδα, πως και αλλού, προέρχε-ται απ τους ελεύθερους και αδί-στακτους, ενώ ο λας απ τους υπο-ταγμένους σ’ αυτούς που έχουν ευ-θύνες. Tους αριστοκρατικούς τρ-πους λοιπν τους είχε ο λας που είχε υποταχθεί στην ιεραρχία της κοινωνίας και δεν τους είχε ο αστς που είχε επαναστατήσει. O αρχαίος σεβασμς στο βασιλικ πρωτκολλο του Bυζαντίου είχε μεταβληθεί σ’ έ-να εξίσου αυστηρ πρωτκολλο που λοι εσέβοντο. Eίναι το πρωτκολλο που ένας λας μνος του είχε θυ-σιάσει για να γίνει Eυρωπαίος ή Eυ-ρωπαίος φιλέλλην, φίλος της ελλη-νορωμαϊκής κληρονομιάς.

Eκκλησία

O λας στην Eλλάδα είχε κάνει την επανάσταση κατά των Tούρκων, αλλά το αυθεντικ περιεχμενο αυ-τής της επανάστασης του το είχε δώσει η Eκκλησία που στεκταν α-κμα, και η ίδια η βυζαντινή Eκκλη-σία φιλτράριζε τις ανθρωπιστικές θεωρίες της Eυρώπης που επηρέα-σαν την ελληνική επανάσταση. Oταν η Eκκλησία αποδυναμώθηκε, η αστι-κή ευρωπαϊαστι-κή βαρβαρτητα μπήκε χωρίς φραγμούς και διέλυσε την ντελικάτη ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτή τη φυσική ευγένεια του λαού του πειθαρχημένου στην Oρθδοξη Eκκλησία αντιτάχθηκε η χονδροειδής μαζί και περίτεχνη α-πομίμηση της ευγένειας τύπου 18ου αιώνα, πως την πραγματοποίησε η χυδαία κοινωνία του. Oλη η Mέση Aνατολή με τα ασιατικά άγρια ένστι-κτα απάντησε καταφατικά και με εν-θουσιασμ στην απφαση της κάθε αστής να γίνει Mαρία Aντουανέτα, σκληρτερη και απαιτητικτερη απ την ίδια τη βασίλισσα που καρατ-μησε. Tο Παρίσι ήταν η παγκσμια Mέκκα λων σοι ήθελαν να γίνουν βασιλείς. Ως τον Πειραιά έφθανε η λύσσα των αστών της Eυρώπης να ξαναγίνουν πως οι αριστοκράτες του 18ου αιώνα. H λύσσα αυτή ερ-χτανε σε αντίθεση με μια γηγενή παράδοση μεγαλείου και ενς πρω-τοκλλου ριζωμένου που κρατούσε απ το χαμένο για πάντα Bυζάντιο. Aκμα και στις στιγμιαίες φωτο-γραφίες των πλανδιων, οι ταπεινές οικογένεις του λαού πζαραν με τον ίδιο απλ τρπο των αυτοκρατρων και η κάθε οικογένεια φανταζταν να είναι του Παλαιολγου ή του Kα-τακουζηνού ή του Λάσκαρη. Ποια η διαφορά; Mεγάλη ή μικρή, είναι η διαφορά ενς θιάσου που έ-κανε πολλές και καλές πρβες και ε-νς άλλου που έκανε λίγες και κα-κές. Bέβαια, λα είναι θέατρο και παράσταση. Eίναι δυστύχημα τι το χρήμα πάει σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καλούς τρπους ούτε και δυνατ ένστικτο που οδηγεί αργά ή γρήγορα στους καλούς και συχνά στους κάλλιστους τρπους. «Πειραιάς», μεταξοτυπία σε μέταλλο, 53x67 εκ., Aθήνα, 1981. «Tο αλάνι του Πειραιά», μεταξοτυπία, 73x60 εκ., Aθήνα, 1984 (1939).

(7)

ΣTHN HΛIKIA των επτά ετών, άρχισε να ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική παρατηρώντας με ενδιαφέρον τα λίγα έργα που είχε μέχρι ττε την ευκαιρία να δει. «Θα φανεί παράξενο», έχει πει, «αλλά έβρισκα τα περισστερα έρ-γα που έβλεπα τι δεν ήταν αρκετά “φυσικά”. Tον ρο αυτ άκουγα να χρησιμοποιούν γύρω μου. Aυτ εί-ναι πού φυσικ, αυτ δεν είεί-ναι φυ-σικ. Mια ζωγραφιά που δεν ήταν φυσική, ήταν σκληρή, επέμενε στο σχέδιο χωρίς λγο. Oι ζωγραφικές που είχα την ευκαιρία να δω ήταν λίγες. Mερικές προσωπογραφίες του Mαθιπουλου (τα πορτρέτα των δεσποινίδων Παπαλεονάρδου) τον οποίο θεωρούσαν ως τον Mπολντίνι της εποχής. Xρωμολιθογραφίες α-π έργα της Aναγέννησης και τις τοιχογραφίες σε νεοκλασικ ύφος απ εκκλησίες του Πειραιά. Aκμη, η αισθητική μου μρφωση εσυντε-λείτο εκείνο τον καιρ απ δύο γαλ-λικά περιοδικά: το «Ilustration» και το «Vie Parisienne», περιοδικά που λάβαινε ως συνδρομητής ο μεγαλύ-τερος σε ηλικία εξάδελφς μου Aγγελος Mεταξάς. Πρέπει κάποτε να είδα σε μια κάρ-τα ή σε ένα βιβλίο ένα τοπίο του Turner που με εντυπωσίασε. Tα ζω-γραφιστά ταβάνια του σπιτιού μας ήταν επίσης απ τις πρώτες μου ζω-γραφικές εντυπώσεις.

Eικνες αγίων

Tα πρώτα ζωγραφικά έργα που έ-κανα ήταν εικνες αγίων που το πρσωπ τους ήταν μαύρο πως στις παλιές ασημωμένες εικνες· θα ήμουν έξι ετών. Λίγο αργτερα έκανα πρσωπα με χρώματα απο-φεύγοντας να τονίσω πολύ τη γραμμή που χωρίζει το πιγούνι με το λαιμ. Πολύ αργτερα, ταν έμα-θα τους ρους της ζωγραφικής και γνώρισα καλύτερα τις κλίσεις μου και τα γούστα μου, κατάλαβα πως έ-τρεφα μια αντιπάθεια για την ανα-γλυφική ζωγραφική και για το κιάρο σκούρο. Aκμη, κατάλαβα πως ο άν-θρωπος μένει ο ίδιος απ μικρ παι-δί έως τα γεράματα και οι μεγάλες φυγές απ τον εαυτ μας, ,τι νομί-ζουμε τουλάχιστον τι είναι φυγή, είναι στο τέλος επιστροφή στον ευ-ατ μας. »Στα περιοδικά που είχαν αναλά-βει τη μρφωσή μου προστέθηκαν λίγο αργτερα και δύο άλλα, το «Femina» και το «Vogue». Tα έφερ-ναν απ τη Γαλλία οι εξαδέλφες μου μαζί με παρτιτούρες τραγου-διών της μδας που τα παίζανε στο πιάνο και τα τραγουδούσαν. Tτε ά-κουγα να μιλούν πολύ για τον Bολνάκη που το εργαστήρι του ήταν α-πέναντι απ το σπίτι της θείας μου· μιλούσαν με ενθουσιασμ για το έρ-γο του «H εν Σαλαμίνι ναυμαχία» κι ήταν το θέμα που τους άρεσε πε-ρισστερο· η εποχή ήταν επική. Πάντως, επηρεασμένος απ σα άκουγα γι’ αυτ το έργο, κάθισα και ζωγράφισα και εγώ κάτι καράβια που τα αντέγραψα απ μια κάρτα ολλανδέζικη. Eργο του Bολανάκη είδα πρώτη φορά στο κτίριο με το παλι ρολι που ήταν το Δημαρχείο Πειραιώς σε μια δεξίωση που γιν-ταν προς τιμήν του ναυάρχου Φουρνιέ. Δεν θυμάμαι με ποια ευ-καιρία είδα με τη μητέρα μου και μια έκθεση της Σοφίας Λασκαρίδου, στο σπίτι της ζωγράφου στην Kαλλι-θέα. Eνα μικρ έργο που λεγταν η «Nοικοκυρούλα» μου άρεσε πολύ και το αντέγραψα πιστά απ μνή-μης, κάτι που εξέπληξε τους γύρω μου. Kάπως αργτερα πάλι είδα στην Aθήνα στην Aνωτάτη Σχολή Kαλών Tεχνών μια έκθεση του Pοϊ-λού, που είχαν εκτεθεί ανάμεσα σε άλλα ο «Iππλυτος» και το «Xαίρε Pαββί». Tο διάστημα εκείνο είδα και τα εκθέματα στην Eθνική Πινακοθήκη. Oλα αυτά μου προκάλεσασν έντονη συγκίνηση αλλά και αντιρρήσεις -σο κι αν αυτ φαίνεται παράξενο. H Πινακοθήκη με φρτωσε με ένα αί-σθημα αγωνίας για το τι θα ’πρεπε να κάνεις λα αυτά για να λογισθείς ως μεγάλος ζωγράφος. Eνιωθα σχε-δν περιφρνηση. Tο σοβαρ καθή-κον να είναι κάποιος μεγάλος ζω-γράφος ερχταν κατά την γνώμη μου σε αντίθεση με αυτ που θα ’πρεπε να ’ναι κανείς ως ζωγράφος αληθινς και μνο αληθινς. »Θαυμασμς και πλήξη, φθνος και μίσος ήταν τα αισθήματα που μου γεννούσε μια ζωγραφική που το σχέδιο κυριαρχούσε. Aπ μικρ παιδί έβρισκα τι το σχέδιο, τουλά-χιστον ένα ορισμένο σχέδιο, ήταν σαν φυλακή των αισθημάτων μας και έκανε τη ζωγραφική να μην είναι «φυσική». Mπορώ να πω πως ήδη απ τα α-τζαμίδικα έργα της εργασίας μου ως παιδιού επιδίωκα να βρω ένα διαφορετικ σχέδιο απ αυτ που δίδασκαν οι δάσκαλοι.

Aκουαρέλα

»Aπ το 1920 ως το 1925 άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλα. Aπ ττε, θυμάμαι, δεν ζωγράφισα ξανά με ευκολία και αγωνία με κατείχε κάθε φορά που έπιανα στα χέρια μου το πινέλο. Nομίζω τι η μανία μου για τη ζωγραφική ξεπερνούσε τη φυσική τάση λων των παιδιών να σχεδιάζουν. Θα ήμουν εννέα ετών, ταν μου πήραν δάσκαλο, ένα Γάλλο που λε-γταν Πικ, ειδικευμένο να διδάσκει σχέδιο και ζωγραφική, σε παιδιά. Aσφαλώς μου δίδαξε σωστά τα χρή-σιμα πράγματα, αλλά εγώ έβρισκα πως λα αυτά δεν οδηγούσαν σε μια φυσική ζωγραφική και διέκοψα τα μαθήματα. Για μένα φυσικ ήταν ,τι είχε φως διά του χρώματος και ,τι γινταν εύκολα χωρίς το μχθο του σχεδίου. »Στο σχολείο Παπακώστα που πή-γαινα, άρχισα να σχεδιάζω και να χρωματίζω εκ του φυσικού. Στην ι-χνογραφία και στα τεχνικά μαθήμα-τα δεν είχα καμία επίδοση και με θε-ωρούσαν παιδί σχεδν καθυστερη-μένο. Oταν μως οι καθηγήτριές μου είδαν πώς ζωγράφιζα με τα χρώματα έμειναν έκλπηκτες και μ’ έβαλαν στην προτελευταία τάξη του γυμνασίου που στο μάθημα της χειροτεχνίας οι μαθήτριες ζω-γράφιζαν εκ του φυσικού βάζα με λουλούδια. Mια μέρα άκουσα μια καθηγήτρια να λέει στις άλλες πώς ζωγράφιζα σαν τον Mαθιπουλο.

Mονή Δαφνίου

»Σε ηλικία εννέα ή ίσως και μικρ-τερος είδα τα μωσαϊκά της Mονής Δαφνίου. Aξέχαστη συγκίνηση. Στο Δαφνί λειτουργούσαν ακμα ττε και συχνά η μητέρα μου και η θεία μου πήγαιναν εκεί με αμάξι συνδυά-ζοντας την ημερήσια εκδρομή μας με τη Λειτουργία που έκανε πάντο-τε ο ιερέας που έφερναν μαζί τους απ τον Πειραιά, ένας ηλικιωμένος παπάς που τον έλεγαν παπα-Πη-ρουνάκη. Σε μια τέτοια εκδρομή έ-κανα το αντίγραφο της «Προσευχής της Aγίας Aννης» απ το μωσαϊκ που βρίσκεται στο νάρθηκα. Eίναι το πρώτο αντίγραφο που έκανα απ έργο βυζαντιν. Tι συγκίνηση μου «διναν αυτές οι εκδρομές! Συνα-ντούσα έναν άλλο κσμο, διαφορε-τικ απ τον κσμο τον πληκδιαφορε-τικ και ακατανητο που ζούσε η αστι-κή μου οικογένεια. Hταν μια πληγή που δέχτηκα πρώτη φορά, ταν εί-δα τα μωσαϊκά του Δαφνίου που ξύ-πνησε μέσα μου ένστικτα και αταβι-σμούς περίεργους. Aυτούς τους α-ταβισμούς θα τους ξυπνούσε αργ-τερα σε επιτείνοντα βαθμ ο K-ντογλου. «Eξακολουθούσα να ζωγραφίζω με περισστερη ένταση ακουαρέ-λες εκ του φυσικού, νεκρές φύσεις και κτίρια, αλλά και προσωπογρα-φίες». O Γιάννης Tσαρούχης σε ηλικία 18 ετών το 1928.

Oι πρώτες

δημιουργίες

Aρχισε να ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική

σε ηλικία επτά ετών κάνοντας εικνες αγίων

(8)

AΦIEPΩMA

Kαραγκιζης και Σπαθάρης

Πώς γνώρισε τον μεγάλο Kαραγκιοζοπαίχτη στην Kηφισιά

Tο 1926 η οικογένεια Tσαρούχη ε-γκατέλειψε τον Πειραιά κι ήρθε να εγκατασταθεί στην Aθήνα, στην οδ Eρμού στο Mοναστηράκι. Aλλά ο Πειραιάς θα ακολουθεί τον Tσαρού-χη ως αδιάλειπτη και διηνεκής ανά-μνηση. Eίχε οικοδομήσει εκεί παιδι-κές φιλίες που κράτησαν μέχρι τα γεράματα. Mε την Kατίνα Kωνσταντοπούλου, μετέπειτα Παξινού και τις αδελφές της Mαρία και Bαρβάρα Kωνσταντο-πούλου. Tην Aικατερίνη και την Kική Παπαλεονάρδου, μετέπειτα Παούρη και Παπαστράτου, αντίστοιχα. Tη Λητώ Πρωτπαπα, μετέπειτα Kατα-κουζηνού. Στα επτά του χρνια άλ-λαξε σχολείο· στο νέο σχολείο που πήγε είχε συμμαθητή τον Nίκο Kα-βαδία (Mαραμπού), τον Kλια πως οικεία τον αποκαλούσε. Kαι ακμα ένα νεαρ δύο χρνια μεγαλύτερ του που πολύ του άρεσε να διακρί-νεται και να διαφέρει απ τους άλ-λους. «O,τι φορώ εγώ, δεν θέλω να το φορεί κανένας άλλος», έλεγε. Eπρκειτο για τον μετέπειτα εφο-πλιστή Σταύρο Nιάρχο, που πήγαινε στο ίδιο σχολείο καθώς και την α-δελφή του Mαίρη, φίλη κι αυτή του Tσαρούχη. Aλλες προσωπικτητες ταυτισμέ-νες με τον Πειραιά ήταν ο Παύλος Nιρβάνας, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Aιμίλιος Bεάκης, ο Pώμος Φιλύρας, ο Γεράσιμος Bώκος και ο Σπύρος Mε-λάς, θαμώνες λοι του φιλολογικυ καφενείου του Διονυσιάδη. Mαζί τους και ο ζωγράφος Kωνσταντίνος Bολανάκης που άφησε μια στρωμέ-νη καριέρα στη Γερμανία για να ’ρθει στην Eλλάδα, παρά τις παραινέσεις του φίλου του ζωγράφου Γύζη: «Mη φύγεις απ δω για να πας σ’ έναν τ-πο τ-που η ζωγραφική τ-πουλιέται στο πάρκο». Tελικά, έζησε κάτω απ την τυραννία της γυναίκας του που τον πίεζε να προσαρμζει την τέχνη του στα γούστα των μικροαστών του Πειραιά προκειμένου να επιβιώσει, και της κοινωνίας που τον αγνοούσε. Πέθανε πικραμένος, φτωχς, αντι-κείμενο εκμετάλλευσης ενς κορνι-ζά του Πειραιά που του έπαιρνε τα έργα για μια πεντάρα (...).

O Kαραγκιζης

Για τον Tσαρούχη, μέσα σ’ λα -σα σήμαινε ο Πειραιάς, σήμαινε και τη γνωριμία του με τον Kαραγκιζη, μια συγκίνηση που μετασχημάτισε με πολλούς τρπους μέσα στην τέ-χνη του. O Xαρίδημος στη Φρεαττύ-δα και ο Δεδούσαρος στον Oμιλο των Eρετών. Oι έντονοι χρωματι-σμοί πάνω στα φτηνά χαρτιά· χρώ-ματα που, αργτερα ταν έγινε κά-τοχος της σημαντικής της ζωγραφι-κής και της ερμηνείας της, έμαθε -τι τα αποκαλούσαν χρώματα πολυ-γνώτεια. Oι φωνές των ηρώων του ’21. Eχει πει τι «ο Kαραγκιζης, ήδη απ ε-κείνη την εποχή που δεν ήξερα τί-ποτα, με γεμίζει μ’ εκείνο το αίσθη-μα της πληρτητας στην περιοχή της ανθρώπινης φωνής που αργ-τερα θα μου ’δινε η ανατολίτικη ζω-γραφική με τα καθαρά χρώματά της, πως κάθε μεγάλη τέχνη με βαθιά πίστη και γι’ αυτ με ασήμα-ντα μέσα. Aπ κείνη την ηλικία διαισθαν-μουν πως η λεπττητα πρέπει να συνυπάρχει με κάτι πολύ πρωτγο-νο και απλ για να είναι αληθινή α-πλτητα, δηλαδή οξύτητα και χι αδυναμία. Mέσα στον Kαραγκιζη, αντίκρισα λη τη γλύκα του ανατο-λίτικου ρεαλισμού ως πραγματικ-τητα και χι ως αντικείμενο μου-σείου». Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ταν εί-χαν πια μετακομίσει στην Aθήνα και πήγαιναν τα καλοκαίρια στην Kηφι-σιά, γνώρισε τον καραγκιοζοπαίκτη Σωτήρη Σπαθάρη, γνωριμία που πο-λύ κολάκευσε τον νεαρ Tσαρούχη. Mπήκε δειλά στη σκηνή του για να τον ρωτήσει πώς ετοίμαζε την ψα-ρκολλα ως βάση για τα χρώματα που χρησιμοποιούσε για να ζωγρα-φίζει τις ρεκλάμες. «O Σωτήρης Σπαθάρης ήταν απ τους πιο αρι-στοκρατικούς ανθρώπους που γνώ-ρισα κι απ τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες». Διατήρησαν αληθινή φιλία που συνεχίστηκε με το γιο του Eυγένιο τον οποίο ο Tσαρούχης πάντρεψε ως κουμπάρος. Eχει πει ακμα τι «ο μπερντές του Σπαθάρη με τον ρκο του Kατσαντώνη πάνω στην “ποδιά” του εμένα μου δίδαξε πώς ήταν αυτά τα “οθνια” τα “κατά-γραφα “κατά-γραφαίς”, που σκέπαζαν τη σκηνή». Kαι τι «ο Kαραγκιζης μα-ζί με τη μουσική της εκκλησίας και των τραγουδιών και των ελληνικών χορών, ο τσάμικος κι ο χορς των χορών ο ζεϊμπέκικος, περισστερο κι απ’ τη βυζαντινή ζωγραφική που μου δίδασκε ο Kντογλου, με στήρι-ζαν στην προσπάθειά μου εκείνης της εποχής» (1928-1936). H κοινωνική και οικονομική υπ-σταση της οικογένειας στην Aθήνα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Oι επιχει-ρήσεις του Aθανασίου Tσαρούχη γνώρισαν άνθηση. Aγοράστηκαν μαγαζιά στην Eρμού, ο ίδιος έβαλε βουλευτική υποψηφιτητα στην Aρκαδία ως ανεξάρτητος. Hταν και επίτροπος στην εκκλη-σία του Mοναστηρακίου. Aργτερα, επί Kντογλου, που ο Tσαρούχης ως μαστορπουλ του τον βοηθού-σε στις επιδιορθώβοηθού-σεις του τέμπλου σ’ αυτή την ίδια εκκλησία, η μητέρα του ανέλαβε τη δαπάνη της κατα-σκευής των βημθυρων που ζωγρα-φίστηκαν απ το νεαρ Tσαρούχη προς μεγάλη αγαλλίαση της μητέ-ρας του.

Στην Kηφισιά

Στο σπίτι της Kηφισιάς γειτνευαν με την οικογένεια Σεφεριάδη και α-π ττε χρονολογείται η μεταξύ τους φιλία με τα παιδιά, την Iωάννα και το Γιώργο. Aυτ το σπίτι, πολύ αργτερα, τη δεκαετία του 1960, κληροδοτήθηκε απ τη μητέρα του και την αδελφή του στον Eρυθρ Σταυρ, κάτι που του προξένησε λύ-πη και πικρία, ταν ο ίδιος την εποχή εκείνη δεν είχε μνιμη στέγη και ζούσε ανασφαλής, μετακινούμενος συνεχώς σαν πρσφυγας. Tο ίδιο νοσταλγικά πως για τον Πειραιά μιλούσε ο Tσαρούχης και για την Kηφισιά. Για τα υπέροχα νε-οκλασικά και τις θαυμάσιες αρτ-νουβ επαύλευς, για τα περιβλια και τα περίφημα ξενοδοχεία-θέρε-τρα. Tο «Γκραντ Oτέλ», το «Σέσιλ». Tου «Aπέργη» που σύχναζαν οι γο-νείς του τις Kυριακές. Στην αυλή του ξενοδοχείου αυ-τού, παίζοντας ένα απγευμα του Σεπτεμβρίου του 1922, μ’ άλλα παι-διά, άκουσε να μιλούν με σοβαρτη-τα και περίσκεψη οι μεγάλοι για μια φοβερή καταστροφή του Eλληνι-σμού. Xάθηκε έλεγαν η Mικρασία. H Σμύρνη κάηκε. Tον πνεσε η είδηση κι ας μην πο-λυκαταλάβαινε. Λίγες μέρες αργ-τερα είδε τους πρώτους πρσφυγες στους δρμους της Kηφισιάς. Kου-ρελήδες και συντετριμμένοι, αλλά με τη σφραγίδα στην έκφραση της αυτοκρατορικής τους καταγωγής. «O Σπαθάρης», μεταξοτυπία, 70X50 εκ., Aθήνα, 1981 (1948).

(9)

AΦIEPΩMA

Tαξίδι στην Π λη

H γνωριμία του με τον Kεμάλ στις εκδηλώσεις του «Mπαλκάν Φεστιβαλί» τον Oκτώβριο του 1934

...TO HΘEΛE πολύ αυτ το ταξίδι και για να του το επιτρέψουν απ το σπίτι αναγκάστηκε να συμμετάσχει ως χορευτής στο Λύκειο των Eλλη-νίδων που με τους χορευτές του θα λάβαινε μέρος στις φιέστες των Bαλκανικών Aγώνων (Mπαλκάν Φε-στιβαλί). Hταν στο πλαίσιο των κα-λών σχέσεων μεταξύ των χωρών των Bαλκανίων, η εποχή της ελλη-νοτουρκικής φιλίας που προσπα-θούσαν να οικοδομήσουν οι Bενιζέ-λος με τον Aτατούρκ. Δεν θα μπορούσε να αλλάξει τη χαρά αυτού του ταξιδιού με την πρεμιέρα στο θέατρο κι ας ήταν ου-σιαστικά η πρώτη του στο επαγγελ-ματικ θέατρο, με μια απ τις μεγα-λύτερες ηθοποιούς του θεάτρου. Tην πρ σκληση απ το Λύκειο την εξασφάλισε μέσω της λαογράφου Aθηνάς Tαρσούλη, που την είχε γνωρίσει απ το ζεύγος Σικελιανού στα Δελφικά. O πραγματικ ς του π θος ήταν να δει την Π λη και τα μωσαϊκά της Aγίας Σοφίας, που εκείνο του καιρ είχαν αποκαλυφθεί και για πρώτη φορά είχε επιτραπεί η είσοδος στο πολυθρύλητο μνημείο, έπειτα απ τρία χρ νια αποκάλυψης, και αποκα-τάστασης των μωσαϊκών.

Tμας Oυίτμορ

Tον άνθρωπο που είχε σηκώσει στους ώμους του λη αυτή την ευ-θύνη τον ήξερε· τον είχε γνωρίσει στο σπίτι του K ντογλου με τον ο-ποίο εκείνος συνδε ταν. Hταν ο αγ-γλικής καταγωγής Aμερικαν ς κα-θηγητής T μας Oυίτμορ, ιδρυτής του ανατολικού ορθ δοξου Iνστι-τούτου, επισκέπτης συχν ς των Eλλήνων επιστημ νων της βυζαντι-νολογίας, πως του Ξυγγ πουλου και άλλων. «Hταν ένας ορθ δοξος που δεν πρ λαβε να βαπτισθεί», έ-λεγε ο K ντογλου, «και να λάβει την επίγνωσιν της αλήθειας», πως ο ί-διος διατύπωνε την επιθυμία του. Kι ήταν ακ μη αυτ ς που έπεισε τον Kεμάλ Aτατούρκ να μετατρέψει την Aγία Σοφία απ τζαμί σε μουσείο· έ-λεγε μάλιστα σχετικά μ’ αυτ τι «α-π τη μέρα που μίλησα στον Aτα-τούρκ, ταν πήγα να αρχίσω την ερ-γασία, είδα γραμμένη με τα δικά του γράμματα μια επιγραφή στην π ρτα: “Tο μουσείο είναι κλειστ λ γω επι-σκευών”».

Referensi

Dokumen terkait

We also characterize approximatively τ -compact and τ -strongly Chebyshev hyperplanes as kernels of τ -strongly support functionals (see Definition 2.9) and τ -strongly

Hasil pengujian dengan kondisi ketiga variasi beban, didapatkan respon yang hampir mendekati referensi yang diinginkan dengan nilai τ pada kondisi minimal, nominal, dan

• Όταν γράφουν χωρίς να σκέφτονται κάνουν πάρα πολλά ορθογραφικά λάθη ακόμα και σε απλούς ορθογραφικούς κανόνες...

Τόσο η αποξένωση των ανθρώπων από τις αντιλήψεις τους - καθώς η κοινή γνώµη δηµιουργεί µια νέα υπέρ-οικογενειακή, δηµόσια πραγµατικότητα,

Superposition integral: wt = Z ∞ −∞ vτht, τdτ A system is time-invariant if: wt−τ =L[vt−τ] In this case Lδt−τ = ht−τ and L acts by convolution: wt = Lvt = Z ∞ −∞ vτht−τdτ =

a τ∗= 0.1 b τ∗= 0.6 Figure 7: Variation of filling coefficient with design parameters for a τ∗= 0.1 and b τ∗= 0.6 As inferred from Figures 6 and 7, for grains with small web

Certain rules and possible rules Ⅰ NIS DIS1 … Actual DIS … DISn τ is a possible rule in NIS, if τ is a rule at least one derived DIS τ is a certain rule in NIS, if τ is a rule in